Πρόλογος
Εισαγωγή
Η ένωση των εκκλησιών και η ενότητα της Εκκλησίας
1. Η αλήθεια της ενότητας
-Η θεολογία της ενότητας
-Η δυναμική της ενότητας
-Το χάρισμα της ενότητας
2. Η ενότητα της αλήθειας
-Η αίρεση-αναίρεση της ενότητας
-Το μονοειδές των αιρέσεων
-Εκκλησία και αίρεση / δυο ασύμπτωτες οντολογίες
3. Η ιστορική δοκιμασία της ενότητας
-Θεσμοποίηση και εκκοσμίκευση της Εκκλησίας
-Η θεσμοποίηση της εκκοσμίκευσης στη Δύση
-Το τίμημα της θεσμοποιημένης εκκοσμίκευσης
4. Το πρόβλημα της ενότητας σήμερα
-Η ομοσπονδιακή ενότητα
-Κρίση και δυνατότητες της οικουμενικής κίνησης
-Ο θεσμός της πενταρχίας σήμερα
Απόσπασμα από τον πρόλογο του συγγραφέα
[...] Οι σελίδες που ακολουθούν επιχειρούν μια «συστηματική» προσέγγιση στο μεγάλο θέμα της ενότητας της Εκκλησίας. Η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι οργανωτικό ή διανοητικό επίτευγμα, αλλά καταρχήν ένα υπαρκτικό γεγονός, ένας τρόπος υπάρξεως που συνιστά την Εκκλησία. Ταυτίζεται η ενότητα με την αλήθεια της Εκκλησίας, δηλαδή με αυτό που είναι η Εκκλησία ως υπαρκτική δυνατότητα και χάρισμα ζωής.
Αλλά η «συστηματική» αυτή προσέγγιση της ενότητας της Εκκλησίας δεν είναι δυνατό να αγνοήση τις ιστορικές φανερώσεις ή τις ιστορικές δοκιμασίες της εκκλησιαστικής ενότητας. Έξω από τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, η σύνδεση της ενότητας με την αλήθεια της Εκκλησίας κινδυνεύει να μεταβληθή σε αφηρημένη νοητική σύλληψη, άσχετη με τη ζωή των ανθρώπων.
Ταυτόχρονα όμως η σύνδεση της αλήθειας της Εκκλησίας με την ιστορική φανέρωση και πραγμάτωση ή την αποτυχία της εκκλησιαστικής ενότητας προσκρούει στην «ακρίβεια» της ιστορικής φαινομενολογίας. Με τα κριτήρια της ιστορικής φαινομενολογίας η ενότητα της Εκκλησίας και οι ιστορικές της δοκιμασίες είναι ένα επιφαινόμενο κοινωνικών και πολιτιστικών διαφοροποιήσεων, και όχι καταρχήν ένα υπαρκτικό κατόρθωμα ή υπαρκτική αποτυχία των ανθρώπων. Όχι πως οι κοινωνικές και πολιτιστικές διαφοροποιήσεις είναι άσχετες με την υπαρκτική περιπέτεια του ανθρώπου. Αλλά η σχέση ανάμεσα στους δυο αυτούς παράγοντες είναι οπωσδήποτε από τα οξύτερα προβλήματα διάκρισης των ορίων ανάμεσα σε μιαν αυθαίρετη ερμηνεία της ιστορίας και στην κριτική - αφαιρετική θεώρησητης Ιστορίας που υπερβαίνει τη συμβατική «αντικειμενικότητα» της φαινομενολογίας των συμπτωμάτων.
Μέσα στη σύγχυση που δημιουργούν ο ιστορικός θετικισμός από τη μια μεριά, και ο εννοιολογικός φορμαλισμός από την άλλη, η επανασύνδεση της αλήθειας της Εκκλησίας με τα συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά φανερώματα αυτής της αλήθειας, αλλά και με το υπαρκτικό της περιεχόμενο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθή παρά μόνο με την προϋπόθεση μιας ανανεωμένης θεολογικής γλώσσας -μιας γλώσσας που θα κατορθώση να θεολογήση στα συγκεκριμένα όρια της ιστορικής εμπειρίας.
Αν οι σελίδες που ακολουθούν πετυχαίνουν σε ένα ελάχιστο ποσοστό τους «δίκοπους» αυτούς στόχους, θα το κρίνη ο αναγνώστης. Θα είναι μέγιστο κέρδος αν οι στόχοι επισημαίνονται έστω και μέσα από την αποτυχία της αντιμετώπισής τους.
Εἰσαγωγὴ
Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Μὲ τὰ κριτήρια ποὺ ἐπιβάλλει ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας σήμερα, δηλαδὴ ὁ πολιτισμός μας, μιλᾶμε καὶ προσπαθοῦμε περισσότερο γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν καὶ λιγώτερο γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν εἶναι ἕνας στόχος ποὺ μοιάζει συγκεκριμένος καὶ ἐφικτός, μπορεῖ νὰ μεθοδευτῆ καὶ νὰ ἐπιδιωχθῆ μὲ ὀρθολογικὴ ἀντικειμενικότητα: μὲ ἰδεολογικὲς διευκρινίσεις καὶ ἀμοιβαῖες παραχωρήσεις ἢ σὰν ἠθικὸ κατόρθωμα ἀλληλοκατανόησης καὶ καλῶν διαθέσεων.
Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, ἔστω καὶ ἠθικὰ δικαιωμένη ἢ ὀρθολογικὰ ἐφικτή, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ οὐσιώδη προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι πρόβλημα στενὰ «ἐνδοεκκλησιαστικό», πρόβλημα ποὺ ἐνδιαφέρει κυρίως τοὺς θεσμοποιημένους ἐκκλησιαστικούς ὀργανισμοὺς καὶ τὶς μεταξύ τους σχέσεις, πρόβλημα ποὺ ὑπηρετεῖται ἀπὸ τὴ θεολογική γραφειοκρατία. Ἡ εὐρύτατη δημοσιότητα ποὺ δίνεται κάποτε στὶς προσπάθειες γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε ἕνα οὐσιαστικώτερο καθολικὸ ἐνδιαφέρον – ἀπευθύνεται μᾶλλον στὸ συναισθηματισμὸ τῶν μαζῶν, ὅταν δὲν ἐξυπηρετεῖ πολιτικὲς σκοπιμότητες.