Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΊΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Επανάληψη για αμνήμονες

Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΊΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ  

Στέλιος Καζαντζίδης 



Μπ.Μπακαλη-Κ.Βιρβου
Hxογράφηση το 1965 

Απ των Ελλήνων τις καρδιές
βγαίνει φωνή σαν λάβα
Φωνάζουν για την Κύπρο μας
που την κρατάνε σκλάβα
 
Η Κύπρος είναι Ελληνική
κι όλη η Ελλάδα την πονά
Θέλουν, δεν θέλουν γρήγορα
θα μας τη δώσουνε ξανά
 
Κι αυτοί που σκοτωθήκανε
να σώσουν τους συμμάχους
την Κύπρο να μας δώσετε
φωνάζουν απ τους τάφους
 
Η Κύπρος είναι Ελληνική
κι όλη η Ελλάδα την πονά
Θέλουν, δεν θέλουν γρήγορα
θα μας τη δώσουνε ξανά
 
Αν θα σημάνει γρήγορα
της λευτεριάς καμπάνα
και με στοργή θ αγκαλιαστούν
η κόρη και η μάνα
 
Η Κύπρος είναι Ελληνική
κι όλη η Ελλάδα την πονά
Θέλουν, δεν θέλουν γρήγορα
θα μας τη δώσουνε ξανά


_______****_______

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ διαβάζει ΡΙΤΣΟ

Οἱ τελευταῖες ὦρες τοῦ
ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ
μὲς στὴν φλεγόμενη σπηλιά (1957)




_______****_______

*Στη φωτό στο πρωτοσέλιδο της ΑΥΓΗΣ διαβάζουμε:

Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

- ΕΝΩΣΙΝ ΚΑΙ ΟΧΙ "ΨΕΥΤΡΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ"

- ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ
____________

Το πρωτοσέλιδο πριν 73 χρόνια, είναι το κεντρικό της ΑΥΓΗΣ, επ’ αφορμή διαδήλωσης που αναμένεται να λάβει χώρα στη Λευκωσία.

 Η ΕΔΑ έχει ξεκάθαρη θέση για το Κυπριακό: Η Κύπρος είναι ελληνική, πρέπει να αποτινάξει τον βρετανικό ζυγό και να ενωθεί με την Ελλάδα.

 Η γραμμή αυτή είχε απήχηση στη νεολαία, με αποτέλεσμα οι διαδηλώσεις για το Κυπριακό να αποτελέσουν την αιχμή του κινηματικού δόρατος της Αριστεράς στα χρόνια που ακολούθησαν 

ΠΗΓΗ -Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Στέλιος Καζαντζίδης


Κώστας Κουτσουρέλης

Από τη συζήτησή μας για τον Στέλιο Καζαντζίδη στην Ανοιχτή Τέχνη το Σάββατο που μας πέρασε. Η δική μου παρέμβαση από το 11:00 περίπου. 

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Αυτός με την αξία του κι εμείς με ξένες πλάτες


Θεόδωρος Παντούλας

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19.01.2025 

Επ’ εσχάτοις οι μισοί Ελληνες πίνουν νερό στο όνομα του «Στέλιου» και οι άλλοι μισοί παθαίνουν αναφυλαξία με οτιδήποτε υπερβαίνει την επιτρεπόμενη δόση μπασκλασαρίας. Ομολογώ ότι με ξαφνιάζει η ευρηματικότητα με την οποία ανακαλύπτουμε λόγους (και μάλιστα ξεθυμασμένους) για να τσακωθούμε, αλλά νομίζω ότι όλος αυτός ο καβγάς δεν έχει και πολύ νόημα.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης μάς άφησε χρόνους και μαζί του μας άφησε και η εποχή του. Ορφανεμένος από μικρός ο ίδιος βγήκε νωρίς στο μεροκάματο, χωρίς να προλάβει να τελειώσει ούτε το Δημοτικό! Είχε πανωπροίκι το χάρισμα, αλλά δεν ήταν τόσο οι πρωτάκουστες φωνητικές δεξιότητες που τον καθιέρωσαν όσο το ειλικρινές ερμηνευτικό πάθος. Δεν μπήκε απλώς με τα μπούνια στη δισκογραφία, μπήκε στις ψυχές των βασανισμένων ακροατών του. Και στην Ελλάδα του ’50 και του ’60 έγινε η στεντόρεια φωνή όλων των αδικημένων. Αδικημένος κι αυτός, αλλά όχι λυγισμένος. Ολοφύρονταν αλλά δεν κλαιγόταν. Το παράπονό του δεν ξέπεφτε σε κλάψα. Είχε μια περηφάνια ο τρόπος του. Οι χαρακιές του ήσαν παράσημα μιας ζωής στηριγμένης στο «φιλότιμο» κι όχι στις «ξένες πλάτες». Και τα φωνήεντα που τελειωμό δεν είχαν ήσαν βάλσαμο και λεπίδι δίκοπο για τους πονεμένους που αναπαύονταν σιγοντάροντας τον κοινό τους σπαραγμό. Μαστοράτζες και καλφάδια, μικρονοικοκύρηδες και μικροκακομοίρηδες οι περισσότεροι δεν ψώνισαν (ούτε ψωνίστηκαν) από τα καθρεφτάκια της κοινωνικής κινητικότητας. Το όμορφο προσφυγόπουλο δεν ήταν μονάχα ο δικός τους άνθρωπος, ήταν αυτός που δεν το έβαζε κάτω. «Το μίσος και το ψέμα» δεν τα έκανε ζάφτι. Προσδοκούσε μια «καινούργια κοινωνία άλληνε». Και τα έβαζε στα ίσα με το κακό και το άδικο, με τον υπόκοσμο της νύχτας και της μέρας. Κι ήθελε, στ’ αλήθεια, τσαγανό στα 35 σου, όταν μάλιστα μεσουρανείς, να γυρνάς την πλάτη στα λεφτά και στη δημοσιότητα για να πας με τα φιλαράκια σου για ψάρεμα.

Εκτοτε ο ανυπόταγος αλιέας, και επί χούντας και επί Μεταπολίτευσης, τελούσε υπό ραδιοτηλεοπτικό αποκλεισμό. Και, όπως λένε οι θυμόσοφοι, μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται. Δεν αναφέρομαι στους ξεριζωμούς που έπαψαν να πληγώνουν. Αναφέρομαι στο κοινό, που όσο ο «Στελάρας» ψαρολογούσε, αυτό καβαλούσε τον κάλαμο και μεγαλοπιανόταν. Διότι, τι να την κάνει την «έντιμο πενία» όταν γύρω του σφύριζαν μαυλιστικά το χρήμα και οι χρηματισμένοι; Αφού δεν χώραγε πλέον στη ζωή του την έβαλε στο ράφι της σιντιέρας και ξεμπέρδεψε.

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

Τραγουδώντας Στελλάρα Καζαντζίδη!



Του Αλέξανδρου Ασωνίτη*

Έχω γράψει το άρθρο αυτό τον Σεπτέμβριο του 2016 στην ιστοσελίδα πρες πούμπλικα. Με αφορμή τις συζητήσεις για τον Καζαντζίδη και την ταινία «Υπάρχω» (στίχος του Πυθαγόρα) το αναδημοσιεύω για να βοηθήσω στην ιχνηλάτηση της προσωπικότητάς του. Την ταινία μάλλον δεν θα την δω (παρά την πολύ μεγάλη της επιτυχία να φέρει τον Καζαντζίδη στο προσκήνια, σαν ένα είδος «Εκδίκησης της γυφτιάς» ή εκδίκησης της κλάψας). Είχα δει την «Ευτυχία» και απογοητεύτηκα. Στις βιογραφικές ταινίες το εύκολο είναι να δραματοποιήσεις συμβάντα της ζωής τους, το δύσκολο είναι να εικονογραφήσεις το γιατί και πώς δημιούργησαν ό,τι δημιούργησαν και γιατί έκαναν τις χ ή ψ νοητικές, ψυχικές επιλογές που καθόρισαν το έργο τους. Το άρθρο του 2016, με λίγες προσθαφαιρέσεις:

ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ:

Α) Ψάχνω στου Ψυρρή ένα μικρό θέατρο. Ρωτάω στην ταβέρνα του Ψυρρή, μια παρέα. Κάποιος γύρω στα πενήντα με μουσάκι κάτω απ’ το χείλος και σκουλαρίκι μου λέει: «Ρε φίλε, άσ’ το θέατρο, δεν κάθεσαι να πιούμε κάνα κρασί να πούμε για τα λαϊκά»; «Γιατί μου το λες αυτό;». «Σ’ έχω δει στην εκπομπή του Σπύρου και μ’ αρέσουνε αυτά που λες».

Το θέατρο έχει αρχίσει, δεν μου επιτρέπουν την είσοδο, γυρνάω και κάθομαι μαζί τους. Ο φίλος που με κάλεσε έχει δίπλα μια βιοτεχνία που περνάει κουμπιά σε πουκάμισα. Μετά την ταβέρνα, ανεβαίνουμε στην βιοτεχνία του, πίνουμε τσίπουρο και τραγουδάμε Στελλάρα, έχει δεκάδες σιντί και mp3, μέχρι τα χαράματα.

Β) Παίρνω συνέντευξη από την Γκρέυ για το περιοδικό Μελωδία, το 2000 ή το 2001: Την ρωτάω: «Τον αγαπάτε ακόμη τον Στέλιο;»

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Δυό πόρτες ἔχει ἡ ζωή: ἕνα σχόλιο στόν Στέλιο Καζαντζίδη


από Εὐστράτιος Ψάλτου

-4 Ιανουαρίου 2025

Γιὰ τὸν Στέλιο Καζαντζίδη ἔχουν γραφτεῖ πάρα πολλά. Τώρα φτιάχτηκε καὶ μία ταινία γιὰ τὴ ζωή του. Ὅμως εἴτε τὰ κείμενα εἴτε ἡ ταινία ἀποτελοῦν περισσότερο στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸ φαινόμενο «Καζαντζίδης», ἐνῶ τὸ παρὸν κείμενο ἐπιδιώκει νὰ εἶναι μία ἑρμηνευτικὴ κατανόησή του. Μία ἑρμηνευτικὴ κατανόηση ποὺ θὰ ἐπιχειρήσει νὰ συνδέσει τὸ φαινόμενο τόσο μὲ τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται ὅσο καὶ μὲ τὴ ψυχικὴ διὰσταση τῆς κοινωνικῆς λειτουργίας του.

Τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς ἐμφάνισης τοῦ φαινομένου εἶναι ἡ μεταπολεμικὴ Ἑλλάδα τῶν δεκαετιῶν τοῦ ’50 καὶ τοῦ ’60. Συγκεκριμένα, ὅταν τέλειωσε ὁ πόλεμος καὶ ἄνοιξαν ξανὰ οἱ δισκογραφικὲς ἑταιρεῖες (Odeon [Μάτσας] καὶ Columbia [Λαμπρόπουλος]), ἦταν φανερὴ ἡ ἐπιδίωξή τους νὰ ἀναδείξουν μελωδίες, οἱ ὁποῖες θὰ ἄφηναν πίσω τους τὸ ἠχόχρωμα τῶν τεκέδων τοῦ Μεσοπολέμου. Μελωδίες ποὺ θὰ ἦταν περισσότερο συμβατὲς μὲ τὸν κόσμο τῶν λαϊκῶν ἀστικῶν κοινωνικῶν στρωμάτων, ὁ ὁποῖος εἶχε αὐξηθεῖ μεταπολεμικὰ λόγω τῆς μεγάλης ἐσωτερικῆς μετανάστευσης. Ἦταν ὁ κόσμος φτωχῶν βιοπαλαιστῶν, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβιώσει ὑπὸ συνθῆκες κοινωνικοῦ καὶ οἰκονομικοῦ ἀποκλεισμοῦ, κουβαλώντας ἕνα αἴσθημα κοινωνικῆς ἀδικίας, καθὼς τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ πλούτου βρισκόταν στὰ χέρια μιᾶς μικρῆς οἰκονομικῆς ἐλίτ.

Τὴν περίοδο αὐτὴ ἔκαναν τὴν ἐμφάνισής τους ὁ Καζαντζίδης καὶ τὰ τραγούδια του. Ἂν θέλαμε μὲ μία λέξη νὰ συνοψίσουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ μιλοῦσε μέσα ἀπὸ αὐτά, θὰ λέγαμε ὁ πονεμένος. Ὅμως ὁ πονεμένος ἄνθρωπος τῶν καζαντζιδικῶν τραγουδιῶν δὲν εἶναι ὁ βασανισμένος μάγκας τῆς παρανομίας τοῦ Μεσοπολέμου, ὁ ὁποῖος κατέφευγε στὴ χρήση ναρκωτικῶν οὐσιῶν ἢ εἶχε σχέσεις μὲ γυναῖκες τοῦ περιθωρίου καὶ ἄλλα παρόμοια. Εἶναι ὁ πονεμένος σὲ μία σειρὰ ἀπὸ παραλλαγὲς (τοῦ φτωχοῦ ἐργάτη, τοῦ μετανάστη ἤ τοῦ προδομένου ἐραστῆ, κοκ.), ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ εἶναι νοικοκύρης καὶ ὑπερήφανος μέσα στὴν κοινωνία.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

ΥΠΑΡΧΩ...

Στοχοποιούν κάθε τι που συγκινεί το λαό οι "ανΎπαρκτοι" "διανοούμενοι" οπαδοί της πολιτικής ορθότητας.

 Φαντασιώνονται οι φωταδιστές και κατασκευάζουν ένα άλλο λαό στα δικά τους μέτρα!
Δίχως μνήμη, έξω από τα καλούπια των παππούδων τους.

Όμως ΥΠΑΡΧΟΥΝ ευτυχώς, και Διανούμενοι που ομοψυχούν και συγκινούνται με την μνήμη και τον πόνο του λαού τους!!!

Το έκαναν στον αποχαιρετισμό του Χρήστου Γιανναρά, το επαναλαμβάνουν στην ταινία για τον Στέλιο Καζαντζίδη και κουράζουν...

Γιώργος Τασιόπουλος 


ΚΑΙ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ...

Του Κώστα Χατζηαντωνίου 

Ένα πρωί του 1978, σε μια από τις πρώτες τους «κοπάνες», τέσσερις μαθητές της Δευτέρας Γυμνασίου βρέθηκαν στο σπίτι ενός απ' αυτούς (του Ιορδάνη Τρ.), όπου μέχρι το μεσημέρι άκουγαν παλιούς δίσκους του Στέλιου Καζαντζίδη. Λίγες ημέρες μετά, ένα από τα παιδιά εκείνης της παρέας, αυτός που γράφει τούτες τις γραμμές, αγόραζε έναν από τους πρώτους του δίσκους βινυλίου. Το περίφημο 33 στροφών lp «Υπάρχω» έπαιζε για μέρες σ' ένα σπίτι που ως τότε ακούγονταν Θεοδωράκης, Χατζιδάκις και Αττίκ.

Ουδέποτε υπήρξα οπαδός μιας άκαμπτης αντικειμενικής αισθητικής αλλά ούτε με έπεισαν ποτέ οι φυγόπονες θεωρίες της πλαδαρής υποκειμενικότητας. Στην περίπτωση του Στέλιου Καζαντζίδη, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά ότι μιλούμε για ένα αδιανόητο μέγεθος φωνής, όμοιο του οποίου δεν γνώρισε ο ελληνικός εικοστός αιώνας. Στον περί ου ο λόγος δίσκο, σε ένα τραγούδι με τίτλο «Τι θέλεις από μένανε» (στο οποίο ο Καζαντζίδης, σχεδόν «αναιρώντας» την κεντρική... διακήρυξή του, τραγουδά «για σένα δεν υπάρχω πια»), μπορεί κανείς να ακούσει πώς αλλάζει διαρκώς μουσικές κλίμακες χωρίς να παίρνει ανάσα ενώ η φωνή του εκτινάσσεται με απίστευτο τρόπο από τον βυζαντινό πλάγιο ήχο σε οκτάβες βαρύτονου όπερας. Πέρα από την φωνή όμως. 

Στον Καζαντζίδη έχουμε τη ρητή αποτύπωση της ιωνικής μας ψυχής που ο κόμπος του λυγμού της πνιγόταν και ποτέ δεν έγινε κλάψα (όπως εύκολα και άκριτα κάποιοι νόμισαν) αλλά ένα σιωπηλό, σχεδόν ανέκφραστο δάκρυ. Γνωρίζω πως κάποιοι χαμογελούν και μόνο με το άκουσμα της λέξης «ψυχή». Προτιμούν πιο εγκεφαλικούς όρους, ακόμη και αυτοί που εμπιστεύονται τη ζωή τους σε ψυχ-αναλυτές και ψυχ-ιάτρους. Ας το πούμε λοιπόν και με πιο θετικούς όρους. Στον κόσμο του Καζαντζίδη, τον κόσμο εντός του τετραγώνου που ορίζουν η προσφυγιά, η αντίσταση, η εργασία και η μετανάστευση, οι απόκληροι, είτε τις «Άπονες εξουσίες» τραγουδούν είτε τις «Φάμπρικες της Γερμανίας» αναλογίζονται, ούτε θρηνούν, ούτε γονατίζουν.

 Διαμαρτύρονται και αγωνίζονται. Και δεν αγωνίζονται με τον κουτοπόνηρο τρόπο της μεταπολίτευσης, για να αρπάξουν κανένα κοψίδι από το τραπέζι της δανεικής ευωχίας αλλά τιμώντας τα λόγια τους με πράξεις και πληρώνοντας στο ακέραιο τις επιλογές τους και τον πόθο τους για μια «καινούργια κοινωνία άλληνε». 
Δεν ξέρω πώς προσλαμβάνουν αυτόν τον κόσμο οι νεώτεροι. Αναδυόμενος ωστόσο στο σήμερα (χάρη στην αξιοπρεπή ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου και την εξαιρετική παρουσία του Βορειοηπειρώτη -και αυτό δεν είναι χωρίς σημασία- Χρ. Μάστορα) ο Καζαντζίδης, μέσα από τις «ρωγμές» της παρακμάζουσας οριστικά μεταπολιτευτικής ευημερίας, φέρνει ξανά στη συζήτηση λαϊκές αξίες που μένουν πεισματικά ισχυρές στον τόπο της ελληνικής μνήμης, όσο κι αν συκοφαντούνται ως «μακρυγιαννικές» ή «τοξικές». Σε εκείνο τον απωθημένο και (για πολλούς που θεωρούν ότι ξέφυγαν από αυτόν) απωθητικό κόσμο, τον άλλοτε ονειρικό και άλλοτε εφιαλτικό, όπου οι γειτονιές, ακόμη κι όταν σχηματίζονταν από παράγκες, μοσχοβολούσαν βασιλικό κι ασβέστη και όχι ούρα, κάρι και πλαστικό. 

Η Ελλάδα στο μεταξύ έχει και πάλι μετανάστες μα δεν έχει πια καημό της ξενιτιάς. Έχει φτώχεια μα δεν έχει πια τραγούδι για αυτήν. Πόσοι δημιουργοί έχουν σήμερα τη γενναιότητα εκείνου να πούνε «άει σιχτίρ» στην εταιρεία και να πάνε για ψάρεμα;

 Όσο για τον λυγμό της ερωτικής ματαίωσης, πόσοι δεν παρασύρθηκαν από τη χυδαιότητα του σκυλάδικου, την ελαφρότητα της τηλεόρασης και, εσχάτως, την παράνοια του διαδικτύου;

Η φτώχεια ενώνει τους ανθρώπους αλλά η μιζέρια τούς απομονώνει. Και η κοινωνία μας δεν είναι πια κοινωνία γιατί την έχει διαλύσει η μιζέρια. Η μιζέρια που νομίζει πως είναι κλάψα ο λυγμός του Καζαντζίδη και όχι η σταδιοδρομία που επιτυγχάνεται γλείφοντας και έρποντας. Που δεν μπορεί ούτε καν να καταλάβει τη διαδρομή Ορντού - Αλάγια - Νέα Ιωνία και το μοιρολόι του πρόσφυγα την ώρα της πάλης του για να φτιάξει τη ζωή του ξανά, είτε στη Δραπετσώνα είτε στη Γερμανία, με τον τίμιο μόχθο του κι όχι με επιδόματα, μίσος ή απάτες. 

«Δεν μπορείς να είσαι ικανοποιημένος νομίζοντας πως γνωρίζεις το καλό και το αληθινό στο ανώτερο πάτωμα ενώ στα υπόγεια βασανίζονται τα αδέλφια σου», έγραφε ο Ernst Jünger, στην «Πραγματεία του αντάρτη». Ο Καζαντζίδης προφανώς δεν είχε διαβάσει Γιούνγκερ, όμως με αυτή την αρχή πορεύτηκε σε όλη τη ζωή του. Μετά την ταινία, για την οποία τόσος λόγος έγινε αυτές τις μέρες, θα ήταν ευχής έργο να αποδώσουμε λοιπόν όχι μόνο στον ίδιο αλλά σε όλη τη γενιά του Καζαντζίδη την αγάπη και τον σεβασμό μας όχι γιατί ικανοποιούν πάντα τις αισθήσεις, τον νου ή το γούστο μας αλλά κυρίως επειδή με τη δουλειά και τις θυσίες της πέτυχε το μεταπολεμικό θαύμα το οποίο εμείς τις τελευταίες δεκαετίες καταστρέψαμε. Και να τους τιμήσουμε για έναν λόγο ακόμη. Επειδή είναι η Ιστορία και η Φύση μας. Επειδή το αίσθημα που πλανιέται πάνω από τις λέξεις και τις νότες του Καζαντζίδη, το θέαμα μιας αθώας αδικημένης φύσης μέσα σε έναν τεχνητό κόσμο (όπου όλες οι σχέσεις που συνάπτονται με την πονηριά, την προσποίηση ή το τυχαίο έχουν τον πρώτο λόγο), φωτίζει την αυτόνομη ύπαρξη του λαού μας, τη βαθύτερη αναγκαιότητα, την αιώνια ενότητα του ανθρώπου αυτής της γωνιάς του κόσμου με τον εαυτό του. 

Αδιέξοδη νοσταλγία; Ναι, αφού οι κύριοι του παρόντος δεν έχουν να προτείνουν κάτι πιο αισιόδοξο και... διεξοδικό. Να ξαναγίνουμε αυτό που ήμασταν, δηλαδή φύση, δεν είναι πια δυνατό. Είναι σημαντικό ωστόσο να γνωρίζουμε ότι καταγόμαστε από έναν αρχαίο λαό για τον οποίο ήμασταν κάποτε περήφανοι για την ιστορία, για τους αγώνες αλλά και για το τραγούδι του. Δεν ήταν μια ιστορία πάντοτε λαμπρή, είχε και σκοτεινές στιγμές. Μα πάντα, ακόμη και στις πιο σκληρές της μέρες, υπήρχαν αναμνήσεις που παρηγορούσαν για τους εξευτελισμούς που συνεπάγεται η δουλεία, η υποταγή και η εξάρτηση. Που η μουσική της ήταν μορφή και όχι μίμηση.

Είναι πολύς καιρός πια που είμαστε ένας τόπος που δεν θέλει να θυμάται από πού έρχεται και δεν ξέρει πού να πάει. Οι λυγμικές αποστροφές της φωνής του Καζαντζίδη μάς το θύμισαν. Να βρίσκεις τη δύναμη να ξεκινάς και πάλι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία για έναν άνθρωπο, για έναν λαό. Το παιδί εκείνο που μεγάλωσε στους λασπόδρομους της Νέας Ιωνίας και είδε πώς αντιφεγγίζονταν σ' αυτούς οι καθαρές ψυχές της προσφυγιάς και της εργασίας, δεν έγινε τυχαία η φωνή και η καρδιά ενός ολόκληρου λαού. 

Στέλιος Καζαντζίδης: Μία ζόρικη υπόθεση…

01/01/2025

ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΜΑΝΟΣ

Θα σου δώσω μια να σπάσεις
Αχ βρε κόσμε γυάλινε
Και θα φτιάξω μια καινούργια
Κοινωνία άλληνε…*


Ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν ήταν ποτέ και δεν είναι ούτε σήμερα εύκολη περίπτωση. Απεναντίας. Επειδή δεν είναι μόνο ένας τραγουδιστής. Ούτε καν κάποιες δεκάδες εκατοντάδες τραγούδια. Είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο και είναι αφέλεια να τον προσεγγίζει κανείς μονοδιάστατα. Επειδή είτε τον λατρεύεις φανατικά, χωρίς όρια, είτε τον σιχαίνεσαι έως θανάτου.

Και είναι βέβαια ψέμα να υποστηρίζεται ότι η πρόσφατη υστερία είναι αποτέλεσμα απλώς της ταινίας του Τσεμπερόπουλου, που δεν είδα, γιατί ο Καζαντζίδης, τρεις δεκαετίες μετά το θάνατό του, εξακολουθεί να προκαλεί υστερία και να παραμένει μύθος, λαϊκό είδωλο, σύμβολο μιας άλλης Ελλάδας και συνεχιστής εκείνου του πολιτικού-κοινωνικού διχασμού που δεν μας εγκατέλειψε ποτέ ως έθνος.

Και ας μην έχει ο ίδιος καμία σχέση ούτε με τα κόμματα, ούτε με τις ηγεσίες τους. Παρότι προέρχεται από κυνηγημένη, αριστερή οικογένεια, υπηρέτησε ως μουλαράς σε τάγμα ανεπιθυμήτων και υπήρξε έμπρακτα εχθρός των μπουρζουάδων και των κάθε μορφής μεγαλεμπόρων. Και παρότι κατέστησε τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” του Τσιτσάνη ή “Το πέλαγο είναι βαθύ” του Χατζιδάκι εναλλακτικές προτάσεις εθνικού ύμνου.

Αυτά ως εισαγωγή…

Ο αυθεντικός Στέλιος Καζαντζίδης


Κάτι πιο προσωπικό τώρα: Ως τα είκοσι μου χρόνια δεν άντεχα τα τραγούδια του Στέλιου επειδή ακριβώς αυτά συμβόλιζαν ό,τι ήθελα να ξεπεράσω και επειδή εκπροσωπούσαν αυτό από το οποίο ήθελα με όλη μου την ψυχή να ξεφύγω. Δηλαδή τη φτώχεια του Περάματος, τη μιζέρια των Ταμπουρίων, τη μουτζούρα των μηχανουργείων στη Δραπετσώνα και στον Ρέντη. Με κατέθλιβαν το παράπονο, ο πόνος, ο αδιέξοδος ορίζοντας και η αισθητική της μοιρολατρίας που αποδέχονταν:

Μα τί να κάνω ο φτωχός
Μπροστά μου βρίσκεται γκρεμός
Και πίσω μαύρο ρέμα…

Πικρό σαν δηλητήριο
Είναι το διαβατήριο
Που πήρα για τα ξένα…

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Στέλιος Καζαντζίδης - "ΥΠΑΡΧΩ"


Του Γιώργου Αλεξάτου

Απόκριες 1963, λίγο μετά την αποφυλάκιση του Γλέζου, στο μαγαζί όπου τραγούδαγε ο Καζαντζίδης. 

Ο ερμηνευτής -εκτός των άλλων- του συγκλονιστικού "Βράχο-βράχο τον καημό μου", έργου τριών καλλιτεχνών που είχαν ζήσει την εμπειρία της Μακρονήσου. Του Χριστοδούλου, του Θεοδωράκη και του ίδιου του Καζαντζίδη.

Το τραγούδι το είχε ακούσει ο Γλέζος στη φυλακή, από παράνομο χειροποίητο ραδιόφωνο. 
Είναι εντυπωσιακό το πώς κάθονται ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλα, σαν μικρά παιδιά, μπροστά στον πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης. Με τα πρόσωπά τους να λάμπουν από χαρά. 

*Το "Βράχο-βράχο τον καημό μου" στο πρώτο σχόλιο.


Του Αντώνη Λιάκου 

Είδα το "Υπάρχω" του Τσεμπερόπουλου για τον Καζαντζίδη.

 Δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή, αλλά εκ των υστέρων θεωρώ ότι θα’πρεπε να το δω. Υπάρχουν ταινίες που αποδίδουν ένα μύθο, και ταινίες που δημιουργούν μύθους. Ο Καζαντζίδης ήταν ένας μύθος εν ζωή για έναν κόσμο, αλλά η ταινία δημιουργεί μύθο. 

Απ’ ότι αντιλήφθηκα από την ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα και τα χειροκροτήματα στο τέλος, θα γίνει επιτυχία και θα δημιουργήσει μύθο και σε γενιές ή περιβάλλοντα  που δεν συμμερίζονταν τον εν ζωή μύθο Καζαντζίδη. 

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Όταν ο Καζαντζίδης έκανε ελεύθερη πτώση από 10.000 µέτρα


(VIDEO)…Και μάλιστα χωρίς αλεξίπτωτο




Πολλά έχουν γραφτεί, γράφονται και θα γράφονται για την ερμηνευτική «ιεροτελεστία» του Στέλιου Καζαντζίδη.

Αυτόπτης μάρτυς και γνώστης ο Μίκης Θεοδωράκης.

Θεοδωράκης και Καζαντζίδης έσμιξαν, νομίζω για τελευταία φορά, το 1993 στην εκπομπή του Θανάση Λάλα «Στη φάρμα των ανθρώπων», στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ.

Εκεί ο Θεοδωράκης είπε για την επίπονη και επικίνδυνη «εκτελεστική τελετουργία» του Καζαντζίδη:

«Ότι ο Στέλιος τον βλέπεις τώρα και µιλάει έτσι απλά σαν κοινός άνθρωπος και όταν ανοίξει το στόµα του και βγει η φωνή του, βγει ο πρώτος αυτός ήχος, ο ήχος αυτός τον µεταµορφώνει.

 Μεταµορφώνεται ο ίδιος ο Στέλιος και χάνεται. Πάει αλλού… ∆εν υπάρχει πια ο Στέλιος που βλέπεις µπροστά σου τώρα, αυτός ο απλός και µετρηµένος άνθρωπος χάνεται, πάει, παύει να είναι ο εαυτός του, τα µάτια του είναι τα µάτια ενός άλλου. 

Οταν κάνει ηχογράφηση ή τραγουδάει σε συναυλία, αν τον προσέξεις, ο Στέλιος βγαίνει από τον καθηµερινό εαυτό του, φεύγει, γίνεται κάτι µεταξύ Αισώπου και ∆ιονύσου… Τραγουδάει και είναι τα πόδια του είκοσι πόντους πάνω από το χώµα. Πετάει σου λέω, εξαϋλώνεται. Αυτό νοµίζω ότι είναι πάρα πολύ επίπονο για τον ίδιο. Το καταλαβαίνει ο άνθρωπος αυτός. Το καταλαβαίνει. Είναι τροµερά επίπονο. Αυτός ο τόνος που µας δίνει µ’ αυτήν τη φοβερή φωνή δεν οφείλεται στο µέταλλο που έχει η φωνή του αλλά στην καρδιά που κουβαλάει µέσα της. Είναι το βάσανο όλων των Ελλήνων που έχει στρογγυλοκαθίσει πάνω στη φωνή του… Γιατί αυτός ο ένας, όπως τον βλέπεις, δεν είναι ένας… Είναι ένα σκεύος που µέσα του µαζί µε αυτόν συνυπάρχουν εκεί πέρα µες στη φωνή του η µάνα του που λάτρευε κι όλο το βάσανο και ο εθνικός πόνος των απλών ανθρώπων. Αυτός έχει µέσα του ήχους και φωνές όλων µας… Ηχους και φωνές αιώνων µέσα του και ποιος ξέρει τι άλλο έχει µέσα του».