Το 1965 δούλευα στην Πλάκα,
στο Κάστρο του Παπαχειμώνα.
Την ώρα που βρισκόμουν
στο πάλκο και τραγουδούσα,
έρχεται ένα γκαρσόνι
και μου ψιθυρίζει:
''Στο τελευταίο τραπέζι
ένας φουκαράς σε περιμένει.
Θέλει να σου πει κάτι.
Δε γνωρίζω τι.''
Στο πρώτο διάλειμμα άφησα
το μπουζούκι μου στην καρέκλα
και πήγα κοντά του.
''Τι με θέλεις;'' τον ρώτησα.
''Κύριε Μπιθικώτση'', μου λέει
αν δεν το δείτε με τα μάτια σας,
δε θα μπορέσετε να με βοηθήσετε.
Γιατί έχω ακούσει
ότι είσαστε καλός άνθρωπος
κι έχετε βοηθήσει πολύ κόσμο.''
Όταν τελείωσα το πρόγραμμά μου,
έβρεχε έξω ασταμάτητα.
Τον πήρα μαζί μου στο αυτοκίνητο,
ενώ είχα πει σε δυο χορευτές
να με ακολουθήσουν με άλλο
αυτοκίνητο σε μικρή απόσταση,
επειδή δεν ήξερα πού με πάει.
Φτάσαμε στο Κερατσίνι
και περάσαμε απέναντι,
στα καταπατημένα της Κούλουρης.
Με πηγαίνει στο σημείο όπου
είχε στήσει μαζί με τη γυναίκα του
ένα ξύλινο σπιτάκι,
ένα δωμάτιο με μια κουζίνα.
Η βροχή και ο αέρας το είχαν
γκρεμίσει. Δεν είχε απομείνει τίποτα.
Τα δυο παιδιά του
ήταν μέσα σε ένα μπαούλο
σκεπασμένο με ένα χοντρό νάιλον
που το στήριζαν πέτρες.
Ξεσκέπασε το μπαούλο και
βγήκαν από μέσα δύο παιδάκια.
Μπροστά σε αυτή τη φοβερή εικόνα,
έμεινα άφωνος. Πάγωσα.
Τους πήρα μαζί μου όλους
στο αυτοκίνητο και τους πήγα
στην Αθήνα σε ένα ξενοδοχείο.
Του λέω, τότε.
''Πάρε αυτά τα χρήματα
και ξαναφτιάξε το σπίτι σου.''
35.000 δραχμές,
ήταν πολλά χρήματα
για εκείνη την εποχή.
Πραγματικά,
το έφτιαξε από την αρχή
και μια φορά την εβδομάδα
ερχόταν στο μαγαζί
κρατώντας ένα λουλούδι,
το οποίο μου πρόσφερε.
Γρηγόρης Μπιθικώτσης.