Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΙΚΙΩΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΙΚΙΩΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

ΠΙΚΙΩΝΗΣ και λαϊκή ελληνικότητα...


Ο Δημήτρης Πικιώνης με τα παιδιά του στην Αίγινα το 1937

Είναι τέτοια η αγάπη και το δέος που αισθάνεται ο Πικιώνης για τον λαό, που λίγοι τον έχουν υπερασπιστεί με τέτοιο σθένος. Είναι η ίδια αγάπη και το ίδιο δέος που ένιωθε ο Σεφέρης ακούγοντας τους ψαράδες να τραγουδούν τον Ερωτόκριτο. Είναι η ίδια αγάπη και το ίδιο δέος που ένιωθε ο «ιταλομαθής» Διονύσιος Σολωμός, όταν αγόραζε λέξεις από τους φτωχούς κατοίκους της Ζακύνθου, όπως τόσο υπέροχα περιγράφει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στο αριστουργηματικό του κινηματογραφικό έργο «Μια αιωνιότητα και μια ημέρα».

από το ΑΡΔΗΝ

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Δημήτρης Πικιώνης: Μεταξύ παράδοσης και Νεωτερικότητας


Του Σπύρου Κουτρούλη


Ο Δ.Πικιώνης στέκεται ανάμεσα στην νεωτερικότητα, τον μοντερνισμό και την παράδοση. Όπως και άλλοι στοχαστές που ανήκαν στην γενιά του ’30 επέτυχε να αφομοιώσει ό,τι ζωντανό και γνήσιο μας έχει παραδοθεί από τις παλαιότερες γενιές και ταυτόχρονα να συνδιαλεχθεί με τα γονιμότερα στοιχεία του μοντερνισμού.


Ένας στοχαστής που η σκέψη του είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε τον Πικιώνη, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, προσδιόρισε κατά σειρά τα στοιχεία που τον επηρέασαν καταλυτικά: το έργο και το παράδειγμα του Δ. Σολωμού, ο Σικελιανός και η αποκάλυψη της νεοπλατωνικής παράδοσης του Πλωτίνου και του Πρόκλου, το έργο του ίδιου του Πλάτωνα, και η Ορθοδοξία[1]. Μα ακόμη πιο εμφατικά θα ορίσει ότι «η αρχιτεκτονική του Πικιώνη βγαίνει κατευθεία μέσα από τη γη. Και μαζί ο αρχιτέκτονας»[2].

Στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα, ο Δ. Πικιώνης, γράφει ότι βρέθηκε τα ίδια περίπου χρόνια φοιτητής στο Πολυτεχνείο μαζί με τον Μπουζιάνη και τον Ντε Κίρικο. Γνώρισε τον Καμπούρογλου και τον Π. Γιαννόπουλο ο οποίος «ενσάρκωνε το ευγενέστερο και πλέον υπερήφανο είδος του Έλληνα»[3]. Το 1906 γνώρισε τον Κ. Παρθένη. Με την υπόδειξη των δύο τελευταίων ο πατέρας του τον έστειλε στο Μόναχο να σπουδάσει ζωγραφική, όπου συνέπεσε για δύο μήνες με τον Ντε Κίρικο. Για τρία χρόνια , κατόπιν, θα ζήσει στο Παρίσι όπου με «άρρητη χαρά»[4] βρέθηκε και πάλι με τον Κ. Παρθένη. Κάποια στιγμή, εντελώς συμπτωματικά θα συναντηθεί με τον Ντε Κίρικο, ο οποίος θα του ομολογήσει τις επιρροές που έλαβε από τον Ηράκλειτο και τον Νίτσε και την μεταφυσική ερμηνεία που τους απέδωσε. Προφανώς υπήρξε μια βαθιά φιλία και αλληλοεκτίμηση, που θα τους φέρει πολλές φορές κοντά.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Το ταπεινό βασίλειο του ατόμου…

Το ταπεινό βασίλειο του ατόμου…Η συνέχεια του στοχασμού μας πάνω στο έργο του Δ. Πικιώνη

Του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη φ. 111

> Στη λαϊκή αρχιτεκτονική το άτομο υποχωρεί έναντι της ολότητας. Μπορεί τα έργα της να μην είναι ιδιαίτερα σπουδαία, αλλά διακρίνονται για την απλότητα, την αυθεντικότητα και την εναρμόνιση με τη φύση. Ο Πικιώνης φέρνει τα παραδείγματα μιας σκάλας στην Αίγινα, ενός χωριατόσπιτου και ενός μαρμάρινου φεγγίτη στην Τήνο. Το συμπέρασμά του είναι πως «τέχνη σπουδαία δε θα βρεις ποτέ στο βουνό ή στο χωριό, ούτε εξαιρετικά ωραία θα τη βρεις πάντοτε. Μα φυσική, δηλαδή αληθινή, θα’ ναι πέρα για πέρα πάντοτε, και δοσμένη να πούμε από το Θεό –έτσι όπως η φύση δεν είναι πάντα γεμάτη ομορφάδες, ούτε η φυσική ζωή είναι όλο ευλογία. Αυτή είναι, κι έχεις να συμμορφωθείς μ’ αυτή, κι αν δεν μπορείς, αιτία είναι ότι ή το σώμα σου ή το πνεύμα σου είναι άρρωστο». Ο ανθρώπινος τύπος που αντιστοιχεί στη λαϊκή τέχνη έχει ασκηθεί στον καθημερινό αγώνα με τη ζωή, καθώς «η λιτή ζωή του τον δίδαξε από νωρίς την εγκράτεια, κι έτσι, τη σκέψη του, ήρεμη, όπως η ήρεμη ζωή γύρω του, δε θα την ταράξουν άμετροι πόθοι και άπρεπες φιλοδοξίες». Βεβαίως η κράση του έχει περισσότερο μια ενστικτώδη, παρά εκλογικευμένη θεμελίωση. Γι’ αυτό, ο Πικιώνης, πρόβλεψε ορθά, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, ότι η επαφή του με την «ψευτιά της πολιτισμένης ζωής» θα τον εκμηδένιζε.
Ο Πικιώνης θα τονίσει ότι ο δημιουργός της λαϊκής τέχνης είναι οι πολλοί: «Βλέποντας ένα έργο της αρχαίας τέχνης, αισθάνεσαι πως η μορφή του βγήκε από μια πραγματική ιδανική σχέση του καλλιτέχνη με τους διπλανούς του. Πως δεν είναι έργο ενός μα πολλών. Πως έχει μέσα του κάτι τόσο θεμελιακό, ώστε γίνεται κοινό απόκτημα όλων. Έχει δηλαδή μ’ άλλους λόγους αυτό που ο Σολωμός το λέει κοινό και κύριο. Γι’ αυτό, τη μορφή τη βλέπεις να μην είναι ατομική, μα αντικειμενική».