(Μέρος Α, Τα Πάθη της Δημητσάνας)
από
Ένα από τα πλέον όμορφα βιβλία του νεώτερου μεγάλου δασκάλου του Γένους μας, του Φώτη Κόντογλου, είναι τα «Ταξίδια» (1928), όπου ο νέος ακόμη ξεριζωμένος Μικρότατης παρουσιάζει μερικούς από τους πιο «σημαδιακούς» τόπους του ελληνισμού. Παντού κυριαρχεί η λαχτάρα του να ανακαλύψει, να μάθει, να χαρεί την ομορφιά της φύσης και των ανθρώπων. Η αφήγησή του, και καθώς μάλιστα έχει προηγηθεί το περίφημο «Συναξάρι του αϊ-Γιώργη του Χιοπολίτη», είναι πιο ζεστή και γλαφυρή, καθώς ήδη φαίνεται ότι έχει ανακαλύψει την έννοια του «καρδιακού κέντρου». Με άλλα λόγια, δεν τον ενδιαφέρει καθόλου να διαπιστώσει τι «εντύπωση» κάνει στον ατομικό του ψυχισμό ο ένας ή ο άλλος τόπος, με την μοντερνιστική έννοια της «εντύπωσης» – ο δικός του μοντερνισμός είναι πολύ διαφορετικός. «Εντύπωση», σε ό,τι αφορά την αφήγηση του Προυστ, της Γουλφ κλπ, σημαίνει αυτό που προσλαμβάνει το άχρονο καρτεσιανό υποκείμενο, το «ego», ανεξάρτητα από το «πράγμα καθεαυτό». Ενδιαφέρει μόνο το πράγμα ως «φαινόμενο». Η πρόσβαση στον ίδιο τον κόσμο αντικειμενικά, καθώς καταρρέει μάλιστα η δυτική «ratio», θεωρείται αδύνατη, τα πάντα μεταβάλλονται στη Δύση σε απόλυτο υποκειμενισμό.
Ο Κόντογλου όμως ζητά να αφουγκραστεί τον αντικειμενικό τόπο, θέλει να αφήσει την όποια περιοχή να «αλλοιώσει» (υπάρχει η πατερική έννοια της «αλλοίωσης») την ψυχή του, να την μεταμορφώσει εσωτερικά. Μετά από την περιήγησή του, θα φύγει διαφορετικός. Θα διαλέξουμε, για να το καταστήσουμε αυτό σαφές, ένα από τα πολλά μέρη που περιγράφει ο νέος προφήτης του ελληνισμού, την Δημητσάνα, ιστορικό χωριό, για το οποίο ευθύς εξαρχής λέγει τα εξής: «είναι ένα μέρος που το συμπαθά ο ξένος σα να ’ναι πατρίδα του… Μόλο που βρίσκεται πάνω στα βουνά, η όψη της είναι πολύ ήμερη. Το χαμοβούνι που ’ναι χτισμένο το χωριό κι όλα ολοτρόγυρα μοιάζουνε στο χρώμα σα σπιτίσο ψωμί, ηλιοκαμένο και γλυκό στο μάτι». Η περιγραφή πολύ απέχει από το να είναι εντυπωσιοθηρική («impression», εξ ου και ο γνωστός όρος, «ιμπρεσιονισμός»). Όταν ένας πεινασμένος και ταλαιπωρημένος φτωχός, δέχεται από κάποιον που τον σπλαχνίζεται ζεστό σπιτικό ψωμί, δεν σχηματίζει κάποια «εντύπωση» για τον ευεργέτη του, αλλά γεννιέται μέσα στην καρδιά του η ευγνωμοσύνη, κάτι δηλαδή βαθύ και ουσιαστικό. Έτσι και ο Κόντογλου, νιώθει ευγνωμοσύνη για μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά και για πολιτείες ολάκερες: εδώ για την Δημητσάνα.
Στην μικρή αυτή πολιτεία, οι κάτοικοι είναι «καλόγνωμοι»: να μια λέξη ιδιότυπη, άδικα ξεχασμένη στη σύγχρονη εποχή, που σημαίνει «μαθημένοι να μην κρίνουν εύκολα και αρνητικά τον άλλον», αλλά και «καλοπροαίρετοι, ικανοί να σε κάνουν να αισθανθείς όμορφα και να ανοίξεις της ψυχή σου» (κάτι που δυστυχώς σήμερα κάνουμε μόνο ενώπιον του ψυχαναλυτή). Είναι επίσης και «φιλότιμοι», φιλόξενοι δηλαδή, αλλά με μια γνήσια διάθεση αυτοθυσίας. Από την καρδιακή αυτή στάση των ανθρώπων περιέργως επηρεάζεται το όλο τοπίο. Η ανθρώπινη διάθεση, η όλη τοποθέτηση ενός προσώπου, η κοσμοθεωρία του, έχει τη δυνατότητα να περνά πάντα και στον όλο τόπο. Υπάρχει λόγος π.χ. που σε μερικά νησιά του Αιγαίου, δεν ξέρεις τι είναι αυλή, τι δρόμος, τι πεζούλα κλπ, κάτι που αποθαύμασε μέχρι και ο αρχιτέκτονας Λε Κορμπυζιέ. Γι’ αυτό και μόνο με την θέα του οικισμού ο Κόντογλου αισθάνεται ασφάλεια, θαλπωρή. Νιώθει εκείνη την μοναδική ηδονή, που δεν υπάρχει άλλος τρόπος να την περιγράψεις αληθινά παρά μόνο η παρομοίωση: «ζεστό σπιτικό ψωμί, ηλιοκαμένο και γλυκό στο μάτι». Είναι αδύνατον πράγματι να εξαλείψουμε τον λόγο ως σχηματισμό, το «σχήμα λόγου», την κουβέντα μας ως σύμβολο.