Η θεωρητική απόδοση του «κατά φύσιν» ζειν τελειούται μέσα στην Ελληνική Φιλοσοφία. Καρπός του δέντρου της Φιλοσοφίας: ο Επίκτητος (Διατριβαί).
Η θεωρητική απόδοση του «υπέρ φύσιν» ζειν τελειούται μέσα στην Ορθόδοξη Θεολογία. Η ενότητα των πηγών της θεολογίας (η εμπειρία του Θεού) φέρει καρπούς πολλούς και ίσα θρεπτικούς μεταξύ τους, κάτι που δε μπορείς να συναντήσεις στο χώρο της φιλοσοφίας (άλλο σου δίνει ο καθένας, αν όχι και πάντα με άλλο τρόπο). Εφόσον μόνο προσωπικά μπορώ να τοποθετηθώ ως προς ένα πρότυπο κείμενο του είδους (ορθ. θεολογία), ως πολυτιμότατο καρπό του δέντρου, διαβάζω Αββά Ισαάκ Σύρο (Λόγοι Ασκητικοί).
*
«Κάθε φιλοσοφία δικαίωνει τον εαυτό της. Η μοναδική πρωτότυπη φιλοσοφία θα ήταν εκείνη που θα δικαίωνε κάποιον άλλο», λέει ο Camus (Σημειωματάρια, Τερ. 45-48)∙ αφορισμός που μοιάζει με την «πρωτότυπη» συνείδηση της πρωτότυπης φιλοσοφίας αυτής, μοιάζει με αυθυπερβατική αυτοαναφορά.
Ο Επίκτητος, λέγοντας την αλήθεια, δικαιώνει τους πάντες, σημαντικότερη μερίδα των οποίων – ώστε να είναι «πρωτότυπη» η φιλοσοφία του, ώστε να είναι πέρα από την αυτοδικαίωση – είναι η εκτός φιλοσοφίας ούσα.
Λέει πως αν λυπάσαι (ή, σε πολιτειακό πλαίσιο, αν δεν τιμωρείς) κάποιον για την χωλότητα ή τυφλότητά του, πόσο μάλλον, πρέπει να «συμπαθείς» αυτόν του οποίου η λογική (κρίση) χωλαίνει ή τυφλώττει. Όσο για τους συζητήσιμους ασθενείς (τη κρίσει, πάντα), που ενδέχεται να πρέπει να υποστείς την πολεμική τους (την αμφισβήτηση, την περιφρόνηση, τη συκοφαντία, την κατάκριση, την εναντιότητα πάσης μορφής: ατιμία, βασανισμό, τιμωρία, θάνατο), ουδείς δεν μπορεί να βρίσκεται ανάξιος της συγχώρεσης, όντας κι αυτός – όπως εσύ, πλην απαίδευτος – κατά το κατ’ αυτόν «αγαθόν» προσεγγίζοντάς σε. Πώς μπορεί να ξέρει (βλέπει) κανείς τον κόσμο, όπως δεν το ξέρει (προσθέτω εγώ ρητορικά);
Σε αυτό το (Επικτήτειο) θεο-λογικό σύμπαν, επίσης, δεν υπάρχει κάτι (εύκολο ή δύσκολο, δίκαιο ή άδικο, ζωηφόρο ή νεκροφόρο) που να μην δικαιώνει την θεο-ευχαριστία, που να μη μαρτυρά το δώρο της ύπαρξης ως προσοπωυποστατή ελευθερία. «Ούτε ο Δίας», την προαίρεσιν, «νικήσαι δύναται» (Διατρ. Α/1,23).