Όταν το τελευταίο έργο σου είναι οι Νόμοι, σε επίπεδο κυκνείου άσματος, σε ώρα κατάθεσης σύνοψης της σπουδής που προτείνεις λοιπόν, με τις πράξεις και τους (δια)λόγους σου, στον συνάνθρωπό σου να μιμηθεί, τότε, κάτι δε πήγε καλά. Ο Πλάτων παραμένει «ο Πλάτων!» κυρίως λόγω Μουσικής (γλώσσας, ύφους, ρυθμού, επιμέρους συλλήψεων). Ο Πλάτων κατέληξε να είναι επιλεκτικά απαλόψυχος απέναντι στα προσωπικά και κοινοτικά προβλήματα. Δεν ήτανε Σωκράτης. Και, μέσω του Ξενοφώντειου Σωκράτη, βρίσκω τον τελευταίο όχι μόνο ως μία κατάσταση εναρέτου προ Χριστού χριστιανού (ασκητή) όπως λέγεται, αλλά έως και μία περίπτωση «πάσχισης του Θεού», όπως την περιγράφουν τα πατερικά. Ήταν το Έν, βέβαια.
Ο Πλάτων έγινε Πάπας στο τέλος. Και, όλως παραλλήλως, για διοικητικούς, παιδαγωγικούς και θρησκευτικούς λόγους κυρίως. Ενδιαφέρον παρουσιάζει μία περίπτωση προτάσεως της καταταγής του στο αγιολόγιο της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας (από μαθητές του Πλήθωνα). Όμως ο Πλάτων ήταν πολύ σκληρός με τους θρησκευτικούς παραβάτες (Νόμοι 907D-909D), και πολύ σίγουρος πως τα άστρα είναι θεότητες που τους πρέπουνε θυσίες κι αφοσίωση (821B-D), και δεχόμαστε, συνειδητά αποσπασματικά το έργο του γιατί είναι πραγματικά ένας μεγάλος στοχαστής. Αλλά και τί δάσκαλο είχε!
Πρέπει να στοχαστούμε πως ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, όλη η στόφα των Μεγανόων του Χρυσού Αιώνα και όχι μόνο αυτού, περνούσαν καλά με τις απασχολήσεις τους, την έβρισκαν στον βασανισμό της παιδαγωγίας τους, και εκ της τιμιότητός τους εκφέραν την ανάλογη λογική μετοχή τους. Δεν αμφιβάλλουμε ακούγοντας τους δασκάλους που μιλούν για τις υποθέσεις τους, όταν σου λένε, π.χ., πως η νεότερη φιλοσοφία «δεν είναι παρά σχόλια στον Πλάτωνα» (A. N. Whitehead via Ζ. Λορεντζάτος/Φιλοσοφία και Επιστήμη).
*
Ο Σωκράτης ήταν όσιος.
Το σημείο της «πάσχισης» του Σωκράτη, το «χριστιανικό» σημείο που προδίδει τον φιλόσοφο, είναι πως δεν είναι μόνος, δεν αρχίζει και πεθαίνει με τον εαυτό του: το δαιμόνιο, η «φωνή». Αυτό το σημείο μαρτυρεί μία κατάσταση φωτισμού, όχι επιδεικτικού ασκητισμού ή προσωπικής διδασκαλίας∙ μαρτυρεί την φυσικότητα του κόσμου∙ μαρτυρεί την επίτευξη της άμεσης πληροφορίας και κραταιάς ως προς τη σιγουριά της∙ και επειδή ακριβώς ξέρει τον κόσμο που τον ξεπερνά, όταν λέει ότι δεν γνωρίζει τίποτα, πάλι αυτό (το Έν υπάρχει και δρα μέσα μας) μαρτυρά. Και είναι (ή όχι – ό,τι βλέπει ο καθένας) το ανάλογο με το του Χριστού (Λουκ. 12,11-12): «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε· τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν». Γιατί είναι ανάλογο; Διασκευάζω από την Απόλογία Σωκράτους του Ξενοφώντα: