Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
Έτσι ιδωμένος, ο πολιτισμός δεν είναι συλλήβδην κάτι φωτεινό, όπως γενικά λέγεται. Αφού εδράζεται στη δημιουργικότητα και την ευθύνη του ανθρώπου, μπορεί να είναι κάτι φωτεινό, μπορεί να είναι και κάτι σκοτεινό – ακόμα και καταστροφικό. Αν φωτεινές δημιουργίες είναι ο Παρθενώνας και ο εξαίρετος ράπερ Λεξ, κατασκότεινες δημιουργίες είναι οι σύριγγες των ναρκωτικών και η αναλγησία μπροστά στην ταξική αδικία. Κοντολογίς, υπάρχουν διαφορετικοί πολιτισμοί από κοινωνία σε κοινωνία, αλλά και εντός της ίδιας κοινωνίας: τρόποι ζωής που απελευθερώνουν και τρόποι ζωής που υποδουλώνουν.
Αν τύχει να συζητάτε για πολιτισμούς και για τις διαφορές τους, προτείνω να κάνετε μια μικρή επιτόπια έρευνα. Ρωτήστε τους συνομιλητές σας, τι θεωρούν ως το σημαντικότερο συστατικό ενός εξαιρετικού φαγητού.
Είναι διαπιστωμένο ότι θα έρθουν ένα σωρό απαντήσεις: το αλάτι, το λάδι, το πιπέρι, το τυρί κλπ – κατά το γούστο καθενός. Και μετά;
Μετά, τίποτα. Αν όλο κι όλο αφορά το γούστο καθενός, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι καταγραφή των γούστων. Τίποτα παρακάτω, αφού το γούστο είναι αυστηρά ατομικό γεγονός. Ακόμα κι αν κάποιοι ξεκινήσουν να σχολιάζουν πόσο αλάτι κάνει καλό και πόσο αλάτι κάνει κακό, η κουβέντα θα σβήσει εν τη γενέσει της, αν… Αν το ατομικό γούστο έχει θεοποιηθεί, αν δηλαδή πιστεύεται ότι το εγώ δεν υπόκειται σε κανένα κριτήριο.
Μερικές φορές όμως σκάει μύτη μια αλλιώτικη απάντηση. Κάποιος ψαγμένος απαντά ότι το καλύτερο συστατικό είναι κάτι που δεν είναι συστατικό! Δεν είναι δηλαδή ένα χημικό στοιχείο του φαγητού ως αυτόνομης ουσίας, αλλά κάτι έξω από το εν λόγω φαγητό, κι όμως σε άρρηκτη σχέση με αυτό! Είναι η καλή παρέα: Το να πρόκειται για φαγητό που μοιράζεται.
Τα δύο είδη απαντήσεων θυμίζουν δυο διαφορετικές πολιτισμικές αντιλήψεις. Ατομοκεντρική η πρώτη, κοινωνιοκεντρική η δεύτερη. Όχι, δεν καταστέλλει την διαφορά προσωπικοτήτων η κοινωνιοκεντρική αντίληψη. Δεν τις ομογενοποιεί, υποχρεώνοντας τάχα όλους να δεχτούν υποχρεωτικά το πολύ αλάτι ή το λίγο αλάτι. Το αντίθετο: Η κοινωνιοκεντρική αντίληψη αναδεικνύει τον πλούτο των προσωπικών διαφορετικοτήτων, ακριβώς διότι τις κάνει ομοτράπεζες: τις κάνει να μετράει η μία για την άλλη.