Δασολόγου-Περιβαλλοντολόγου
Πολύ μελάνι εχύθη τελευταία για το είδος των δένδρων που πρέπει να επιλέγονται για την αναδάσωση των καμένων στην Αττική, μετά την καταστροφική πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική την 23η-7-2018. Και πολλοί ήταν εκείνοι που εξέφρασαν σκεπτικισμό ή αρνητισμό για τη δρυ, που προτείνονταν από άλλους. Για δε το πεύκο, οι περισσότεροι ήταν αρνητικοί. Μη σχετικοί οι περισσότεροι που μιλούσαν, μα και κάποιοι σχετικοί, διατύπωναν γνώμες κι ασκούσαν κριτική επί του θέματος. Ας δούμε τα πράγματα πώς έχουν.
Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι η δρυς είναι το φυτικό είδος που κάποτε κυριαρχούσε στην Αττική, όπως και σε όλη την Ελλάδα. “Δρυούσα” αποκαλούσε την Αττική ο Όμηρος. Η αλλαγή στη σύνθεση της βλάστησης στο αττικό περιβάλλον συνετελεσθη σταδιακά, με την υποχώρηση της δρυός και την επικράτηση της χαλεπίου πεύκης, που ως είδος λιτοδίαιτο κι ανθεκτικό στο ξηρό κι άνυδρο αττικό περιβάλλον, επικράτησε. Επήλθε δηλαδή μια δευτερογενής φυσική διαδοχή, με την επικράτηση ειδών λιγότερο απαιτητικών και με καλλίτερη προσαρμογή στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Τούτο το πρόσταξε η φύση, με τη βοήθεια βεβαίως του συντελεστή ανθρώπου.
Το πεύκο συνεπώς, καλώς υπάρχει στα πλαίσια της συνέχειας των φυσικών περιβαλλόντων και δε μπορούμε να το αποβάλλουμε επεμβαίνοντας ανατρεπτικά στο οικοσύστημα· κάτι που θα συνιστούσε αντινομία. Ας το αφήσουμε λοιπόν στο φυσικό του ρόλο και ας μην το καταδικάζουμε στο πυρ το εξώτερον, επειδή ο άνθρωπος επενέβη στα περιβάλλοντά του με τρόπο ασυλλόγιστο· και το πληρώνει! Εξάλλου, για τις πυρκαγιές στα μεσογειακά περιβάλλοντα ευθύνεται σε ποσοστό πάνω από το 70% ο άνθρωπος (πυρκαγιές από πρόθεση ή από αμέλεια, χωρίς να συνυπολογίζεται σε αυτές το μεγαλύτερο μέρος από τις πυρκαγιές από άγνωστα αίτια, που είναι περί το 13%), ενώ από φυσικά αίτια το ποσοστό είναι πολύ μικρό (περίπου 3%).
Το πεύκο δε, είναι αυτό που ταυτίστηκε με τη φυσιογνωμία περιοχών, με τον πολιτισμό και την ιστορία τους· και τούτο αποτελεί μια βασική παράμετρο, που δεν πρέπει ν’ αγνοούμε.
Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει και ο ρόλος της δρυός στα ελληνικά μεσογειακά περιβάλλοντα, και δη στο αττικό, καθώς ιστορικά και περιβαλλοντικά τα χαρακτηρίζει. Το ερώτημα είναι εάν η δρυς μπορεί να επανέλθει με φυτεύσεις σε μέρη που καίγονται, αναβαθμίζοντας τα οικεία φυσικά περιβάλλοντα και μειώνοντας την ευφλεξιμότητά τους;
Η απάντηση, σ’ ό,τι αφορά την Αττική, είναι ναι υπό προϋποθέσεις, μετά βεβαίως από μελέτη των κλιματοεδαφικών συνθηκών του κάθε σταθμού εγκατάστασής της και της δυνατότητας φυτοκοινωνικής της ένταξης, η οποία θα περιληφθεί στη μελέτη αναδάσωσης που θα συνταχθεί, καθώς και των επιπτώσεων εισαγωγής της· κι όχι βάσει μιας γενικής αρχής (επαν)εισαγωγής της, κάτι που θα συνιστούσε ολίσθημα, με αποτυχίες φύτευσης και τυχόν επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον.
Εγκαταστάθηκε με επιτυχία η δρυς στον Βοτανικό Κήπο Διομήδους, στο Χαϊδάρι, και δημιούργησε εκεί όμορφες συστάδες, εν γειτονία μάλιστα με το πεύκο, την εγκαταστήσαμε χωρίς πρόβλημα στο άλσος Ιλισίων…
Χωρίς λοιπόν ν’ αποβάλλουμε από τη λογική μας το πεύκο, ας δούμε και τη δρυ στις αναδασώσεις…
(στη φωτογραφία: συστάδα δρυός στον Βοτανικό Κήπο Διομήδους, στο Χαϊδάρι)