Γιώργος Σεφέρης
Μέρες Η΄, 2 Γενάρη 1961-16 Δεκέμβρη 1963
εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2018,
φιλολογική επιμέλεια Κατερίνα Κρίκου – Davis
του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 152
Tο 1961 κυκλοφορεί με την ευκαιρία των τριάντα χρόνων από την έκδοση της Στροφής, τιμητικός τόμος αφιερωμένος στον Γ. Σεφέρη που περιλαμβάνει το δοκίμιο του Ζ. Λορεντζάτου «Το χαμένο κέντρο». Ο Σεφέρης γράφει μια επιστολή την οποία δεν στέλνει τελικά, ίσως γιατί διατυπώνει κάποιες ουσιώδεις επιφυλάξεις στον Ζ.Λορεντζάτο. Συνοψίζει κατ’ αρχήν τις σκέψεις του τελευταίου προσπαθώντας να τις φωτίσει. Ο Λορεντζάτος συμπεραίνει ότι: α. Πήγε στράφι η Ευρώπη από το Δάντη και πέρα γιατί με την Αναγέννηση έχασε το κέντρο της ή τη μεταφυσική της παράδοση. β. Εμείς, από το ‘21 και πέρα, μόλις λευτερωθήκαμε από τον Τούρκο αγκαλιάσαμε την Ευρώπη κι από αυτή προσδιοριζόμαστε, έτσι η χαλασμένη Ευρώπη μας κόλλησε την αρρώστια της, χάσαμε κι εμείς το Κέντρο μας ή τη μεταφυσική μας παράδοση για το χατήρι της. γ. Άν δεν ξαναβρεθεί το χαμένο κέντρο, σ’ εμάς ή και στους έξω από εμάς, πάμε κι εμείς κι αυτοί κατά διαβόλου. δ. Κέντρο (το χαμένο)= «το εν ου εστι χρεία» = μεταφυσική παράδοση = παράδοση της Χριστιανικής Ανατολής = παράδοση του Ορθόδοξου Χριστιανού (δεν ξέρω αν πρέπει να προσθέσω του Έλληνα Χριστιανού, ούτε αν το «έν ου εστι χρεία» είναι ακριβώς η χριστιανική πίστη)»(σελ.313 ,314).
Με αυτό τον τρόπο ο Σεφέρης συνοψίζει τις σκέψεις του Ζ.Λ. Όμως στη συνέχεια ξεκινούν κάποιες αντιρρήσεις του: «Οι παραδόσεις των λαών είναι εγκόσμιο πράγμα, η πίστη είναι του Θεού, είναι μεταφυσική, είναι οικουμενική, είναι το αιώνιο» (σελ.314-315). Για να συνεχίσει: «Ας έρθουμε στην παράδοση που μ’ ενδιαφέρει τώρα με πιο επείγοντα τρόπο γιατί κινδυνεύει περισσότερο» (σελ.315). Πρόκειται για ό,τι έζησε ως παιδί στα Βουρλά:
«Μικρός γνώρισα τον κόσμο της παράδοσης που λες, αυτόν τον κόσμο όπου οι άνθρωποι είχαν δεσμούς (αλληλεγγύη) μεταξύ τους (ήταν μια μεγάλη φαμίλια), και την ευσέβεια ριζωμένη μέσα τους σαν την ελιά και σαν τ’ αμπέλι, φυσικά, χωρίς ξάφνισμα. Ήταν στο χωριό μου, σε μια μικρασιατική αχτή, εκατό τόσες ψυχές, όλοι άνθρωποι λίγο-πολύ του πατέρα της μάνας μου, που δεν έφτασα. Εκείνη (την έχασα νωρίς, στα ‘ 26 , μου τη θύμισαν οι καθυστερημένες γριές που διηγείσαι) κρατούσε την παράδοση, αν την κράτησε ποτέ κανείς. Θυμάμαι μια εποχή στα πολύ μικρά μου χρόνια που είχε τάξει να νηστέψει εφτά Μεγάλες Σαρακοστές, και το είχε κρατήσει το τάξιμό της. Το Δεκαπενταύγουστο που ήταν η γιορτή της, θα ’ρχουνταν μια μικρή συνοδεία για να πάρει την εικόνα της Παναγίας από το σπίτι μας για να την πάει στη μικρή εκκλησία. Ήταν ο κόσμος που αγαπούσα, όπου ένιωθα ελεύθερος, εν αντιθέσει προς τον κόσμο της πολιτείας που με έπληττε (εκεί ήταν και το σχολειό), ο Ευρωπαίος (ο Φράγκος, όπως έλεγαν) ήταν ο ξένος, συχνά ο αντίπαλος για τον κόσμο του χωριού μου. Όλα αυτά, όλη εκείνη η μαγεία, είναι μέσα ακόμη φυσική, δεν τη συζητώ, άνετη. Έπειτα ξενιτιά: Αθήνα, Ευρώπη- μαθητεία-δεν ξέρω κανέναν που να μαθήτεψε -γυρισμός στην Αθήνα με ό,τι μάζεψα από δω κι από ’κεί, όχι πολύ συστηματικά, αλλά εκείνα τα παλιά, τα πρώτα, δεν άλλαξαν, όπως και τώρα, πολλές φορές το διαπιστώνω, δεν άλλαξαν τόσο που το πρώτο συναπάντημά μου με τον Μακρυγιάννη 1926 (νομίζω) έπιασε κι από τότε δεν τον άφησα, πολύ κοινωνικά, πολύ φυσιολογικά, καλοδεχούμενος, ήρθε και βολεύτηκε σ’ εκείνον τον κόσμο» (σελ.315,316).