Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΡΑΚΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΡΑΚΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

Σημειώσεις για τον Νεοελληνικό Λαϊκό Πολιτισμό, την Γλώσσα και την Ιδεολογία




Μιχάλης Μερακλής – ΑΡΔΗΝ


Ο Γιάν­νης Μό­τσιος (Ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φί­α 1600-1821), μι­λώ­ντας για την πε­ζο­γρα­φί­α του 17ου αιώ­να, κά­νει μιαν α­δρο­με­ρή κα­τά­τα­ξη του πλού­σιου υ­λι­κού σε: α) έρ­γα ι­στο­ριο­γρα­φί­ας και χρο­νι­κών, β) έρ­γα ρη­το­ρι­κά γ) “πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο κα­θα­ρές μορ­φές καλ­λι­τε­χνι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας”, στις ο­ποί­ες συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει “και έ­να μέ­ρος α­πό τη μα­κραί­ω­νη πο­ρεί­α και ε­ξέ­λι­ξη των συ­να­ξα­ρια­κών ει­δών” (σ. 3). Πρέ­πει να προ­σθέ­σου­με και την ε­πι­στο­λο­γρα­φί­α (πβ. σ. 52). Ως προς τη γλωσ­σι­κή έκ­φρα­σή τους, ση­μειώ­νει ό­τι εί­ναι γραμ­μέ­να στη λα­ϊ­κή προ­φο­ρι­κή γλώσ­σα.

Ως υ­πο­δο­μή, τρό­πον τι­νά, του πε­ριε­χο­μέ­νου ό­λων αυ­τών των κα­τη­γο­ριών υ­πάρ­χει α­φε­νός “το η­ρω­ι­κό πα­ρελ­θόν, με τις νί­κες ή και τις σο­φές σε δι­δάγ­μα­τα ήτ­τες των αρ­χαί­ων προ­γό­νων”, α­φε­τέ­ρου η “ορ­θό­δο­ξη χρι­στια­νι­κή πα­ρά­δο­ση”, που με μια ο­πωσ­δή­πο­τε μα­χό­με­νη Εκ­κλη­σί­α κρά­τη­σε ακ­μαί­o το θρη­σκευ­τι­κό συ­ναί­σθη­μα, τη χρι­στια­νι­κή πί­στη.

Εν­δια­φέ­ρου­σα εί­ναι η ά­πο­ψή του, ό­τι η ι­στο­ρί­α γραμ­μά­των στον αιώ­να αυ­τόν, ό­πως και στον ε­πό­με­νο, δεν έ­χει να ε­πι­δεί­ξει μορ­φές ό­πως τον Θερ­βά­ντες, αλ­λά συν­θέ­τει το πρό­σω­πο της λο­γο­τε­χνί­ας, θα έ­λε­γε κα­νείς, ο­μα­δι­κά· αλ­λά και το­πι­κά, και μά­λι­στα σε τό­πους της πε­ρι­φέ­ρειας, σε ε­στί­ες (οι­κο­νο­μι­κές, πο­λι­τι­στι­κές) που α­να­δει­κνύ­ο­νται σε “ε­θνι­κά σταυ­ρο­δρό­μια”, ό­που “α­φο­μοιώ­νο­νταν φω­νές, χρώ­μα­τα το­πι­κά, ι­διο­μορ­φί­ες, συγ­χω­νεύ­ο­νταν χρο­νι­κές και χω­ρι­κές α­πο­στά­σεις” (σ. 5).

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Η διττή θεώρηση της δεισιδαιμονίας

του Μιχάλη Μερακλή, ομοτίμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφου και φιλόλογου
Είναι γνωστό, ότι ο πρώτος και κύριος εχθρός του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού υπήρξε η δεισιδαιμονία. Συναφώς ο παλαιότερος πολιτισμός του αγροτικού χώρου, που τον διείπε σε πολλές εκδηλώσεις η συνειρμική και μαγική σκέψη, θεωρήθηκε ως ο κατεξοχήν δεισιδαιμονικός πολιτισμός.
Τη στάση αυτή υιοθέτησε και ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, μολονότι στην τελική διαμόρφωσή του συνετέλεσαν και ορισμένοι παράγοντες που δεν υπήρχαν στη Δύση και ανάλογα τον διαφοροποίησαν (αυτό προτίθεμαι να δείξω σε προσεχή εργασία μου).

Στο παρόν άρθρο μου θέτω το ζήτημα της δεισιδαιμονίας –ειδοποιού σημείου της παραδοσιακής, αγροτικής κυρίως κοινότητας– από μιαν άλλη πλευρά, όπως εξετάζεται σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο του Αμερικανικού γερμανιστή και λαογράφου Donald Ward, δημοσιευμένο σ’ έναν από τους τελευταίους τόμους του περιοδικού της “Αυστριακής Εταιρίας για τη Λαογραφία”1. Τίθεται εδώ το δίλημμα, αν η δεισιδαιμονία είναι αυτο το αρνητικό, όπως ο Διαφωτισμός με τόσην έμφαση τη θεώρησε, ή αντίθετα ένα φαινόμενο θετικό, –και με ποιάν έννοια– όπως υποστήριξε
Το 1790 ο γνωστός Άγγλος πολέμιος Γαλλικής επανάστασης Edmund Burke έγραφε μεταξύ άλλων ένα κείμενο (Reflections on the Revolution in France), όπου διατύπωνε και την άποψη, ότι ο άνθρωπος είναι ένα θρησκεύον ον, παρατηρούσε ωστόσο, ότι “η δεισιδαιμονία είναι η θρησκεία των ανοήτων”, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά την άποψη του Διαφωτισμού, ότι ο άνθρωπος, αν και ο δημιουργός του χάρισε τη λογική, υπόκειται σε λογικές πλάνες. Και το πιο μεγάλο λάθος και σφάλμα του ανθρώπινου πνεύματος είναι η δεισιδαιμονία. Μπορεί να απορρέει από τη θρησκευτική υπόσταση του ανθρώπου, όμως είναι τόσο πεπλανημένη, ώστε μόνο ο ανόητος ενστερνίζεται αυτό το κατάλοιπο σκοτεινών εποχών αμαθείας.
Μιαν ολότελα αντίθετη εκδοχή διατύπωνε ο Γκαίτε τριάντα χρόνια αργότερα στο βιβλίο του Maximen und Reflexionen, όπου διαβάζουμε: “Η δεισιδαιμονία είναι η ποίηση της ζωής, γι’ αυτό δεν βλάπτει τον ποιητή να είναι δεισιδαίμων”.
Απο τη μια μεριά λοιπόν η άλογη δεισιδαιμονία είναι τόσο μακριά από το θείο λόγο και απο τη συγγενή προς αυτόν χριστιανική πίστη, ώστε δεν μένει παρά να λογαριάζουμε το δεισιδαίμονα μεταξύ των ηλιθίων. Και από την άλλη στη δεισιδαιμονία αντικαθρεπτίζεται η δημιουργική πρόσληψη του κόσμου από τον άνθρωπο, τόσο συγγενική προς την ποιητικήν ορμή.
Είναι διαμετρικά αντίθετες οι δύο αυτές απόψεις, αλλά, στο βάθος, ξεκινούν από την ίδια αφετηρία: της πίστης. Ότι η πίστη, όπως λέει ο Ward, μπορεί να οδηγήσει σε μορφές άλογης συμπεριφοράς, το δείχνει π.χ. η εποχή των διωγμών των μαγισσών στη Δύση ή ακόμα οι φαντασιώδεις παραστάσεις των ημερών μας για σατανιστικές λατρείες.
Εντούτοις: αν και η ιστορία βρίθει από περιπτώσεις άλογης δεισιδαιμονίας, φιλόσοφοι και εθνολόγοι, όπως και ο Γκαίτε, έχουν σημειώσει, λέει ο Ward ότι η δεισιδαιμονία είναι απαραίτητη στην ανθρώπινη ζωή. Αλλά ως κυρίαρχη άποψη είχε επικρατήσει αυτή που αρνείται το θετικό της ρόλο, καλύτερα τονίζει τα ολέθρια αποτελέσματά της. Και αυτή η ιστορία της άρνησης και απόρριψης της δεισιδαιμονίας είναι μακρά: μαρτυρείται στην κλασική αρχαιότητα, στους εκκλησιαστικούς πατέρες, σε ολόκληρο το Μεσαίωνα, στους χρόνους του ευρωπαϊκού προσηλυτισμού και προπάντων στον Διαφωτισμό και την επικράτηση του θετικισμού, φτάνοντας ως τις μέρες μας.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

Εκκλησία και φιλοσοφία στον νεοελληνικό διαφωτισμό: Μία κριτική στον Π. Κονδύλη


του Μιχάλη Μερακλή, ομοτίμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφου και φιλόλογου


Έχουν γρα­φει πολ­λα για την κα­ταρ­χήν αρ­νη­τι­κή στά­ση που τή­ρη­σε η Εκ­κλη­σί­α α­πέ­να­ντι στο κί­νη­μα του Δια­φω­τι­σμού, γε­νι­κό­τε­ρα α­πέ­να­ντι στο ά­νοιγ­μα προς τα φώ­τα της Ευ­ρώ­πης. Έ­χουν γρα­φεί τό­σα πολ­λά, ώ­στε έ­χει μάλ­λον δια­μορ­φω­θεί μια πε­ποί­θη­ση, ό­τι η αρ­νη­τι­κή αυ­τή στά­ση υ­πήρ­ξε α­πό­λυ­τη.

Α­ντι­στι­κτι­κά ε­πι­χει­ρώ ε­δώ τον με­τρια­σμό της ε­ντύ­πω­σης αυ­τής, με την πα­ρά­θε­ση τεκ­μη­ρί­ων που συ­νη­γο­ρούν, ό­πως νο­μί­ζω, υ­πέρ μιας δια­φο­ρε­τι­κής (ας μην πω α­ντί­θε­της) εκ­δο­χής.

Έ­χω και σε άλ­λα ση­μεί­α υ­πεν­θυ­μί­σει, ό­τι οι κλη­ρι­κοί υ­πήρ­ξαν ο­πα­δοί ή, κα­λύ­τε­ρα, α­πό τους πρω­τα­γω­νι­στές του νε­ο­ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού. Ο εκ­δό­της του Λό­γιου Ερ­μή (Λ.Ε.), ο Άν­θι­μος Γα­ζής, δεν ή­ταν η μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση – κά­θε άλ­λο. 

Ο έ­νας α­πό τους δύ­ο δια­δό­χους του στην έκ­δο­ση του πε­ριο­δι­κού, ο Θε­ό­κλη­τος Φαρ­μα­κί­δης, ή­ταν ε­πί­σης κλη­ρι­κός (ο άλ­λος, ο Κων­στα­ντί­νος Κοκ­κι­νά­κης, ή­ταν έ­μπο­ρος). Α­νά­με­σά τους συ­γκα­τα­λέ­γο­νται και μο­να­χοί. Ο Γα­ζής π.χ. πλη­ρο­φο­ρεί (Λ.Ε., 1814-1815, σ. 93), ό­τι τα μο­να­στή­ρια στην Α­θή­να “ε­σύ­στη­σαν έ­τι και φι­λο­σο­φι­κόν σχο­λεί­ον, των ο­ποί­ων οι η­γού­με­νοι και οι πε­ρί αυ­τούς μο­να­χοί, αι­σθαν­θέ­ντες τα α­πό της φι­λο­σο­φί­ας κα­λά, οι­κεί­α προ­αι­ρέ­σει, πλη­ρώ­νου­σι τον ε­τή­σιον μι­σθόν του φι­λο­σό­φου δι­δά­σκα­λου”. Και κα­τα­λή­γει: “Εί­θε να ε­μι­μού­ντο το κα­λόν τού­το πα­ρά­δειγ­μα και ό­λοι οι η­μέ­τε­ροι Εκ­κλη­σια­στι­κοί! Και τη α­λη­θεί­α τό­τε ευ­δο­κι­μή­σει το γέ­νος, ό­ταν οι Ιε­ρείς φι­λο­σο­φή­σω­σιν ή οι φι­λό­σο­φοι ιε­ρα­τεύ­σω­σιν.” (ό.π., σ. 132)

Η “Εκ­κλη­σί­α της ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ως των Γραι­κών”, στο Λι­βόρ­νο, α­πό πα­λιά συ­ντη­ρού­σε “δι’ ι­δί­ων αυ­τής ε­ξό­δων” τρεις νέ­ους ο­μο­γε­νείς για να σπου­δά­ζουν “εις τας κυ­ριω­τέ­ρας και κα­λυ­τέ­ρας της Ι­τα­λί­ας Α­κα­δη­μί­ας”. Αυ­τό κά­νει και το 1816 με τους “εν Λι­βόρ­νω Γραι­κούς της Α­να­το­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας” κα­λώ­ντας, σε συ­νε­ννό­η­ση με τις “σχο­λές” της Α­θή­νας, των Ιω­αν­νί­νων και της Χί­ου, α­πό έ­να για κα­θε­μιά, βε­βαιω­μέ­να ορ­θό­δο­ξο χρι­στια­νό νέ­ο, για τε­τρα­ε­τείς σπου­δές, “ό­που θέ­λουν κα­τα­γί­νου­νται για να τε­λειο­ποι­η­θώ­σιν εις τα μα­θή­μα­τα της Γε­ω­γρα­φί­ας, Λο­γι­κής, Με­τα­φυ­σι­κής, Φυ­σι­κής Ι­στο­ρί­ας, Μα­θη­μα­τι­κών, Α­στρο­νο­μί­ας, Βο­τα­νι­κής, Χη­μεί­ας, Α­να­το­μί­ας και Φυ­σιο­λο­γί­ας, εις τους ο­ποί­ους διό­λου δεν α­πα­γο­ρεύ­ο­νται τα της Ια­τρι­κής και Χει­ρουρ­γί­ας μα­θή­μα­τα”. Μπο­ρούν α­κό­μα, αν υ­πάρ­χει η κλί­ση, “να σπου­δά­σω­σιν οι νέ­οι, α­ντί των ει­ρη­μέ­νων ε­πι­στη­μών, την Αρ­χι­τε­κτο­νι­κήν, Γλυ­πτι­κήν και Ζω­γρα­φι­κήν” (Λ.Ε., 1816, σελ. 200-201).

Στη σχε­τι­κή α­να­κοί­νω­ση των ε­πι­τρό­πων της Εκ­κλη­σί­ας δια­βά­ζου­με στην τε­λευ­ταί­α πα­ρά­γρα­φο: “Αύτη, φίλ­τα­τοι ο­μο­γε­νείς, η μι­κρά συ­νει­σφο­ρά γί­νε­ται υ­πέρ την δύ­να­μίν μας δια τα υ­περ­βο­λι­κά της Εκ­κλη­σί­ας μας έ­ξο­δα και α­δια­κό­πους βο­η­θεί­ας και ε­λε­η­μο­σύ­νας, προς τους καθ’ η­μέ­ραν ε­δώ ερ­χο­μέ­νους πτω­χούς και δυ­στυ­χού­ντας ο­μο­γε­νείς μας, ό­μως να βο­η­θή­σω­μεν και εκ του υ­στε­ρή­μα­τός μας α­πε­φα­σί­σα­μεν, ό­χι μό­νον δια να κά­μω­μεν το α­παι­τού­με­νον χρέ­ος μας, αλ­λά και να σας εν­θαρ­ρύ­νω­μεν προς την έν­δο­ξον των κοι­νω­φε­λών α­γώ­νων σας ε­ξα­κο­λού­θη­σιν.” (ό.π., σελ. 103).

“Ο έ­ρως της παι­δεί­ας” δια­βά­ζου­με στο Λ.Ε. (1818, σελ. 463), “α­νά­πτει ε­πί μάλ­λον και δια­δί­δε­ται εις την Ελ­λά­δα, και ο α­ριθ­μός των εις την διά­δο­σιν αυ­τήν συ­ντε­λού­ντων μέ­σων αυ­ξά­νει κα­θη­με­ρι­νώς. τα σχο­λεί­α πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται, οι σο­φοί δι­δά­σκα­λοι πλη­θύ­νο­νται, βι­βλιο­θή­και συ­στή­νο­νται και οι πλού­σιοι έ­μπο­ροι, πα­τριω­τι­κώ κι­νού­με­νοι ζή­λω, α­νοί­γου­σι προ­θύ­μως τους θη­σαυ­ρούς των (…) το ιε­ρα­τεί­ον συ­ντρέ­χει και συμ­βου­λεύ­ει και η κοι­νή Μή­τηρ, η με­γά­λη Εκ­κλη­σί­α, ευ­λο­γεί, ε­φο­ρεύ­ει και διοι­κεί σο­φώς των τέ­κνων της τα έρ­γα”.

Το πε­ριο­δι­κό κη­ρύσ­σει “τα ευαγ­γέ­λια”, πλη­ρο­φο­ρεί ευ­φό­συ­να για τον εν­θρο­νι­σμό, για τρί­τη φο­ρά, στον “οι­κου­με­νι­κόν πα­τριαρ­χι­κόν θρό­νον της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως” του Γρη­γο­ρί­ου, ο ο­ποί­ος γνώ­ρι­ζε “εκ πεί­ρας” ό­τι “μό­νη η παι­δεί­α στε­ρε­ώ­νει την θρη­σκεί­αν εις τα έ­θνη”, γι’ αυ­τό “ε­φρό­ντι­σε κα­τά τας προ­λα­βού­σας ε­πο­χάς δια την διά­δο­σιν της ελ­λη­νι­κής παι­δεί­ας”. Στην πρώ­τη πα­τριαρ­χί­α του “ε­σύ­στη­σε το ελ­λη­νι­κόν τυ­πο­γρα­φεί­ον της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως”, στη δεύ­τε­ρη “ε­φρό­ντι­σε πε­ρί συ­στά­σε­ως και α­νε­γέρ­σε­ως σχο­λεί­ων ελ­λη­νι­κών καθ’ ό­λον το γέ­νος” (Λ.Ε., 1819, σελ. 113 κ.ε.). Σε ε­πό­με­νο τεύ­χος της ί­διας χρο­νιάς (του Μα­ΐ­ου) α­φιε­ρώ­νε­ται και “Ω­δή ο­φει­λο­μέ­νη εις τον Πα­να­γιώ­τα­τον, θειό­τα­τον και Οι­κου­με­νι­κόν πα­τριάρ­χην κύ­ριον κύ­ριον Γρη­γό­ριον”, α­πό τον κρυ­πτώ­νυ­μο Ν.Δ. (σελ. 309-310). α­πο­σπώ τους στί­χους:

Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Η επίμαχη συνέχεια

Του Μιχάλη Μερακλή* από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 3
Είναι γνωστό το ζήτημα της εθνικής ασυνέχειας, που προέκυψε στην Ελλάδα, κατεξοχήν μετά τις παρατηρήσεις του Γερμανού ιστορικού Ιάκωβου Φιλίππου Φαλλμεράιερ, σχετικά με την εθνολογική μεταβολή που είχε υποστεί ο ελληνικός πληθυσμός, εξαιτίας της καθόδου των Σλάβων προς το Νότο, από τους χρόνους ήδη του Βυζαντίου, και μάλιστα από τον 7ο αιώνα.
Στην Ελλάδα πολλοί (και πολλοί μεταξύ αυτών από μιαν αυθόρμητη πατριωτική παρόρμηση) ζήτησαν να αντικρούσουν την άποψη αυτή. Διακρίθηκαν κατ’αρχάς ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ενώ αργότερα ο Διονύσιος Ζακυθηνός, εξέχων βυζαντινολόγος, ασχολήθηκε με το ζήτημα της τύχης των Σλάβων στην Ελλάδα.
Αποτέλεσμα εικόνας για φαλμεραυερ
Ιάκωβος Φαλλμεράιερ
Τα επιχειρήματα του Φαλλμεράιερ αποδείχθηκαν ανίσχυρα. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί (πράγμα που δεν γίνεται συνήθως) ότι ο ίδιος ο Γερμανός ιστορικός ανεσκεύασε αργότερα τη ρήση του ότι στους νεότερους Έλληνες δεν έρρεε πλέον ούτε σταγόνα αρχαίου ελληνικού αίματος. Άλλωστε, κανένας εχέφρων άνθρωπος, μετά παρέλευση τόσων αιώνων, με συνακόλουθες επιμειξίες λόγω εισβολών και κατακτήσεων δεν θα υποστήριζε την πλήρη φυλετική συνέχεια των Ελλήνων. Πάντως στο έργο του για την Ιστορία της Χερσονήσου της Πελοποννήσου (1830-1836) διαπίστωνε ότι οι Έλληνες, γύρω στο έτος 1000, είχαν επιτύχει τη Rehellenisierung (επανελληνοποίηση). Η θεωρία του Φαλλμεράιερ περί Σλάβων προέβλεπε την επέκτασή τους προς τη Δύση και το Νότο (μια μαρτυρία περί αυτής αποτελούσε και η εκδοχή του για την προώθησή τους έως μέσα στο Βυζάντιο). Αλλά ο ίδιος υποστήριξε τη στενή προσέγγιση των Ελλήνων με το ρωσικό κόσμο, δια της ανατολικής ορθόδοξης Εκκλησίας, γεγονός που τον προβλημάτιζε απέναντι σε μια διασπασμένη Δύση (και Γερμανία). Το 1840-1842 έβλεπε την προοπτική ενός ένδοξου gräcoslawisches Moskowitertum, του ελληνοσλαβικού κόσμου της Μόσχας.
Τελικά έχει δίκαιο ο Hans Eideneier, όταν παρατηρεί ότι ο Φαλλμεράιερ μπορεί να θεωρηθεί:

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Ο Γ. Καραμπελιάς συνομιλεί με τον Μ. Μερακλή για το Δημοτικό Τραγούδι (βίντεο)



Ο Γιώργος Καραμπελιάς συνομίλησε την Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017 με τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφο και φιλόλογο Μιχάλη Γ. Μερακλή με θέμα «Το Δημοτικό Τραγούδι ως αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του νεώτερου ελληνισμού».

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Χαιρετισμός Μ. Μερακλή [Α' Πανελλήνια. Συνδιάσκεψη ΑΡΔΗΝ]




Ο ομότιμος καθηγητής λαογραφίας Μιχάλης Μερακλής, χαιρετίζει την Α' Πανελλήνια συνδιάσκεψη του ΑΡΔΗΝ σε μια ομιλία με αναφορές στον Κωστή Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, τη σημασία της λαϊκής παράδοσης, το συγγραφικό έργο του Γ. Καραμπελιά και άλλα πολλά.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Συνδιάσκεψη Άρδην – χαιρετισμοί (βίντεο)


  • Μιχάλης Μερακλής, ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας

  • Σωτήρης Σόρογκας, ζωγράφος – ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Αλέξανδρος Ασλά

Του Μιχάλη Μερακλή 

Είναι ένας φίλος σεμνός, διακριτικός, που κατά κανόνα τον συναντώ σε συνάξεις που έχουν σχέση με το λαϊκό μας πολιτισμό. Ο Αλέξανδρος Ασλά. Ανταλλάσσουμε λίγα λόγια, όσα μπορεί κανείς να πει σε τέτοιες περιστάσεις με τους διάφορους περισπασμούς. Ωστόσο, κάτι καινούργιο έχει να μου δείξει και να μου χαρίσει χειρόγραφο, φυλλάδιο, βιβλίο, CD. Μου δίνει και την υπόσχεση πως θα ’ρθει να τα πούμε άνετα στην Εταιρεία (την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία). Ο αγώνας να επιβιώσει σ’ αυτή τη χαοτική και αλλοπρόσαλλη πόλη επιβάλλει την απόλυτα κατανοητή προτεραιότητά του. Πάντως εκείνος γράφει, ακόμα και εκδίδει -τι άθλος κι αυτός! Απ’ ό,τι γνωρίζω, δεκάξι χρόνια που ζει εδώ, κάποια χορηγία έλαβε το 1992 για να έλθει στην Ελλάδα να σπουδάσει, έναν ακόμα χρόνο από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει ιδιαίτερα τον Οδυσσέα Χατζόπουλο (του «Κάκτου»), Έλληνα επίσης διαφορετικό, για τη στήριξή του. Ό,τι γράφει και εκδίδει αφορά την Ελλάδα, τη δική του Ελλάδα, τους Έλληνες της Ουκρανίας. Σ’ ένα βιβλίο που το τύπωσε ο Ε. Κ. Λάζος («Δωδώνη») το 1999, με τον τίτλο: Τα Μαριουπολίτικα. Τραγούδια, παραμύθια και χοροί των Ελλήνων της Αζοφικής, στο πίσω μέρος υπάρχει ένα κείμενό του που με αναστατώνει και συγχρόνως το νιώθω να με ενοχοποιεί, άθελά του βέβαια: Δεν μπόρεσα ως τώρα να κάνω κάτι για την υπόθεσή του, μολονότι πρόεδρος του κατεξοχήν λαογραφικού σωματείου (το οποίο ωστόσο μονίμως χειμάζεται οικονομικά).