Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

KATAΣΚΕΥΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ


 
|||     Η νοσταλγία, είτε ως φερτά υλικά των μπούμερ είτε ως κατασκευές των γενεών του 21ου αιώνα, είναι μια κρυψώνα, ένα καταφύγιο, από το αφόρητο παρόν.     
|||    Νοσταλγία τυλίγει τον κακορίζικο τόπο. Όλοι θα ήθελαν να ζουν αλλού, σε άλλο χρόνο, σε άλλο χώρο, κάπου παλιά ίσως, μπορεί και μακριά πολύ μακριά, όπου η ζωή ήταν απλή, με αργή ροή για να την προλαβαίνεις, ήταν κατανοητή, είχε συνοχή και φανερό νόημα κι είχες κάπου να πιαστείς ν’ ακουμπήσεις, οι ταινίες ήταν απλές ασπρόμαυρες και τα τραγούδια λαϊκά σε πλάκες και σε ράδια.

Οι άνθρωποι που τώρα ζουν σε πλατφόρμες, βλέπουν ατελείωτες σειρές σε πλατφόρμες, επικοινωνούν με ποικίλα μέσεντζερ σε πλατφόρμες, που ακουμπάνε τους καημούς τους σε πλατφόρμες, αυτοί οι άνθρωποι μοιράζονται τη νοσταλγία τους για έναν μυθολογημένο χωροχρόνο χωρίς πλατφόρμες, χωρίς GPS και apps, χωρίς πρόσθετα και βελτιωτικά, μια sublime αρκαδία.
 
Ετσι νοσταλγούν οι μπούμερ, πρώην χίππυς, πρώην πανκ, μέταλ ή γκοθ, πρώην κατηχητόπουλα, σπασίκλες, κνίτες, αριστεριτζήδες, αναρχικοί, εν γένει πρώην κάτι και νυν ομογενοποιημένο απ’ όλα και τίποτε. Σχεδόν όλοι ομοθυμούν ότι τότε, κάποτε, εκεί, ήταν καλύτερα από τώρα.

Μπορώ να κατανοήσω τη νοσταλγία των μπούμερ ― μπούμερ είμαι κι εγώ. Αλλά δεν τη συμμερίζομαι. Δεν νοσταλγώ τους χωματόδρομους του ‘60, τον Καραμουρτζούνη, τη φυτίνη και τη χλωρίνη χύμα, την Κλακ Φιλμς, τη χούντα, τις καμπάνες και τις γιακαδάρες του ‘70 με Λεντ Ζέπελιν και Μπόουι, δεν νοσταλγώ το ποστ-πανκ πασόκ ‘80, που εντέλει ήταν η δική μου δεκαετία της ενηλικίωσης. Τα θυμάμαι, τα κουβαλάω, δεν τα νοσταλγώ.

Κι όταν ακόμη νοσταλγώ την παρθενία του Αρχιπελάγους ή τον πολύπτυχο επαρχιωτισμό της Αθήνας, μάλλον νοσταλγώ τον χρόνο μου σε αυτούς τους τόπους, τον απολεσθέντα κήπο της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας· είναι συναισθηματικά καταφύγια, για παλίνδρομη κίνηση όταν το παρόν με τυλίγει ξηρό και στείρο. Αλλά για να επιστρέψω.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΜΕ ΦΕΡΤΑ ΥΛΙΚΑ

Παραδόξως, όμως, αυτό το Τότε/Εκεί το νοσταλγούν και πολλοί νεότεροι, όσοι δεν είχαν καν μια ελάχιστη επαφή με τα Χρυσά Χρόνια της Ευρώπης, ούτε με την καθ’ ημάς κοινωνική κινητικότητα και αισιοδοξία μετά το ‘60. Νοσταλγούν ένα παρελθόν που δεν έζησαν. 

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ


Του Νίκου Ξυδάκη 

ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ

Μακάριοι όσοι έχουν να θυμούνται καλοκαίρια μυρωμένα ερωτικά, αλμυρά, με δροσερά σκοτάδια έναστρα, καλοκαίρια αργίας και σχόλης, ξερικά, αλίπληκτα και μελτεμοδαρμένα.

Μακάριοι οι μπούμερ οι λοιδορούμενοι, ότι αυτοί εγεύθησαν Κυκλάδες νήσους προ τουρισμού, ή ολίγου τουρισμού, ένα μπάρ με ελάχιστα κοκτέιλ, μια ντισκοτέκ με λίγους δίσκους, πηγάδια και ξερολιθιές και Χώρες μυθικές, ίδιες επί αιώνες.

Μακάριοι όσοι αποβιβάστηκαν νύχτα στο νησί και ξημερώθηκαν με φτενό σλίπινγκ μπαγκ σε προαύλιο εκκλησίας. 

Μακάριοι όσοι βίωσαν το Αρχιπέλαγος χωρίς πρόγραμμα, χωρίς χάρτη, χωρίς λεφτά.

Μακάριοι όσοι είδαν τ’ αστέρια και νανουρίστηκαν με φλοίσβο.

Μακάριοι οι νοσταλγοί.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


Το ελληνικό καλοκαίρι είναι λοιπόν νοσταλγία; Ναι, αυτό που μυθολογήθηκε, στιχουργήθηκε, βιώθηκε, αυτό που διαμόρφωσε πολλούς από εμάς, αισθητικά και ηθικά, υπαρξιακά,  συνειδητά ή ανεπίγνωστα, αυτό το καλοκαίρι εξελίσσεται γοργά σε άπιαστο όνειρο. Μπορεί και σε εφιάλτη.

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

ΓΙΩΤΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ «Άλλοτε»



Τα τρένα της παιδικής μου ηλικίας τραγουδούσαν στις ευθείες, αγκομαχούσαν στις ανηφόρες και σφύριζαν στα δέντρα τα πουλιά , στις γαλαρίες τις διαβάσεις τους σταθμούς.

Σταθμοί μοναχικοί που περίμεναν το τρένο της γραμμής να νιώσουν πως υπάρχουν, επιδεικνύοντας την ταυτότητά τους σε μια λιτή επιγραφή στο μέτωπό τους. Σταθμοί κομβικοί που μέσα στη φλυαρία της επιβίβασης και αποβίβασης, λάμβανε χώρα κι ένας αγώνας δρόμου στην αποβάθρα με δίσκους γεμάτους σουβλάκια υψωμένους στο ένα χέρι να τρέχουν να ικανοποιήσουν όλες τις παραγγελίες των επιβατών από τα παράθυρα. Κέρματα και καλαμάκια μ' εκείνη τη μικρή φετούλα ψωμί καρφωμένη στην άκρη τους , αλλάζαν χέρια σε χρόνο αστραπή. Κι ύστερα τα παράθυρα έκλειναν ανεβάζοντας προς τα πάνω το μισό επάλληλο τμήμα τους και σφαλίζονταν με δυο κουμπώματα σαν οριζόντια μανταλάκια.

Ο σταθμάρχης επιβλητικός με το καπέλο, τη σφυρίχτρα και το στρογγυλό ταμπελάκι του με τον πράσινο κύκλο τεντωμένο ψηλά να σημαίνει την αναχώρηση κι ο καπνός από την μηχανή να φουσκώνει και να ξαπλώνει πάνω στα βαγόνια.

Βαγόνια που ενώνονταν σαν τις πέρλες του κολιέ ένα προς ένα. Γιατί ένα κόσμημα ήταν στ αλήθεια το τρένο, που το φορούσες σε γιορτές και σχόλες. Το αγαπημένο σου παιχνίδι ήταν που το ζητούσες με γράμμα στον Αϊ Βασίλη την Πρωτοχρονιά. Η ζωγραφιά σου ήταν που παιδί σκάρωνες με τις πολύχρωμες ξυλομπογιές.

Για μένα ήταν τα καλοκαίρια που με ζύγωναν στο αγαπημένο μου χωριό. Ήταν η λέξη Ζευγολατιό, που μύριζε παστέλι και στεκόταν ευανάγνωστα σε κείνο το μικρό καφετί χαρτονένιο εισιτήριο στιγματισμένο με τις δυο μικρές τρυπούλες του από το διακορευτή του ελεγκτή, αλλά και δίπλα στο κρεμαστό ρολόι με τους μαύρους τοξοειδείς δείκτες να ορίζουν την ώρα που θα έσμιγα με το μουστάκι του παππού και το φακιόλι της γιαγιάς.Αυτά τα ταξίδια που έχουν αποθηκευτεί με τέτοιο σορόπι δε γίνεται να συγκρουστούν ποτέ και με τίποτα. Ο κλειδούχος της νοσταλγίας δεν κάνει ποτέ λάθος!

Σκέψου πόσοι άνθρωποι έχουμε κάνει ίδιες διαδρομές σε παράλληλους χρόνους. Άλλοι νωρίτερα άλλοι αργότερα, όλοι ενωμένοι τσαφ τσουφ μ΄αυτές τις γλυκές αναμνήσεις .

Τελικά αληθεύει πως οι παράλληλες γραμμές τέμνονται κάποτε.Όπως κι οι ράγες που εκεί στο βάθος σα σβήνει το βλέμμα σου τις βλέπεις ενωμένες. Σαν τη τσιμπιά που κάνει η μάνα να ενώσει τις δύο ακρούλες στα ζυμάρια της.

Γιώτα Λαμπροπούλου


Φωτογραφία :Γιώτα Λαμπροπούλου

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Πού πήγαν οι ανήσυχες ψυχές της γενιάς μου;


Τα λόγια που ακολουθούν θα μπορούσαν να είναι ένα παράπονο, μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό… «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου αφανισμένα απ’ την τρέλα…» γράφει ο Αμερικανός ποιητής  Άλεν Γκίνσμπεργκ στο δικό του συγκλονιστικό «Ουρλιαχτό». Θα μπορούσε να είναι ένα προσκλητήριο φίλων, γνωστών ή έστω φιγούρων από το παρελθόν που πραγματικά έμοιαζαν να είναι διαφορετικοί. Στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στις παρέες. Ξεχώριζαν. Ευαίσθητοι, ιδιαίτερα καλλιεργημένοι και διαβασμένοι, με ποικίλες και ειδικές γνώσεις που σε εξέπλητταν. Θα μπορούσε όμως το κείμενο να εμπίπτει στον νόμο περί προσωπικών δεδομένων. Αλλά δεν θα δώσουμε και ονόματα. Αυτό μας έλειπε.  Άλλωστε τους περισσότερους τους έχω χάσει από χρόνια, αλλά και λίγο πολύ όλοι κείμεθα εν τω πονηρώ…
Πραγματικά αναρωτιέμαι πού χάθηκε ο φίλος με την ξεχωριστή παιδεία που, όταν ερχόταν στο πανεπιστήμιο με την πουκαμίσα έξω από το παντελόνι και με τις σακούλες στα χέρια, ξέραμε ότι είχε ρημάξει τα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης. Μας το είχε εξομολογηθεί ο ίδιος.Οι παλιότερες πληροφορίες μου για αυτόν ήταν ότι δούλευε σε κάποια τοπική αυτοδιοίκηση. Περίμενα να διαβάσω κάποτε κάποιο βιβλίο του, ένα άρθρο… Μαζί με τον κλεπτο-εθισμένο για τη μόρφωσή του φίλο ήταν και κάποιος άλλος φοιτητής του ίδιου πνευματικού βεληνεκούς, με πιο καλλιτεχνικές ευαισθησίες.  Όπως μας είχε πει τότε, με τα βιβλία της ποίησης έριχνες πιο εύκολα κορίτσια, γι’ αυτό ξέραμε όταν είχε μαζί του ανάλογα βιβλία σε τι αποσκοπούσε. Μετά το πτυχίο αποτραβήχτηκε σε κάποιο χωριό. 

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στη συνοικία του Αγίου Παύλου…!






ιστορίες από το …μικροσκόπιο της μνήμης – 4ο 
Γυμνάσιο Αρρένων – φωτο: Λένα Μπαμπασάκη

του Νίκου Παστελάκου (παλαιού…«αγιοπαυλίτη»)!!!

[Για τους νεότερους φίλους στο φου μπου, μικρό απόσπασμα, από πολύ μεγαλύτερο κείμενο αφιερωμένο κυρίως στην παλιά γειτονιά, επηρεασμένος από χθεσινή ανάρτηση του παλιού φίλου και γείτονα Vassilis Tsatsos……]


Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στη συνοικία του Αγίου Παύλου, μεταξύ Πλατείας Βάθης, Μεταξουργείου και Σταθμού Λαρίσης. Οδός Πουκεβίλ. Μικρός χωμάτινος δρόμος μεταξύ Μαιζώνος, Φαβιέρου και Βίκτωρος Ουγκώ. Το πατρικό μου σπίτι, ένα διώροφο νεοκλασσικό, στο νούμερο 10 αυτού του δρόμου. Κατοικούσαμε στον δεύτερο όροφο και νοικιάζαμε τον πρώτο. Είχε μια ωραιότατη αυλή με μια μεγάλη συκιά, μανταρινιά, μουσμουλιά, πορτοκαλιά και πολλά λουλούδια. Μια από τις πιο ωραίες μνήμες μου είναι να κοιτάζω τον χειμώνα, από τα παράθυρα που έβλεπαν προς την αυλή, χιονισμένα τα δέντρα και τον κήπο. Καταπληκτικό θέαμα……….

Σταθμός Λαρίσης
Κάπου είχα ακούσει τη λέξη «πουτάνα» και μου άρεσε ο ήχος της. Έτσι όταν ήρθε σπίτι μας μια μέρα η κουμπάρα μας η κα Κόντη, που ήταν επίτροπος στην εκκλησία του Αγίου Παύλου, μέλος του Σωτήρα και βαθιά θρησκευόμενη, εγώ την προσφώνησα με την φράση: «Καλώς την πουτάνα κουμπάρα!» Περιττό να πω ότι, επειδή ήταν και μιας κάποιας ηλικίας, στο τσακ γλύτωσε το εγκεφαλικό, εγώ όμως δεν γλίτωσα ένα γερό χέρι ξύλο……………
Δημοτικό πήγα στη Σχολή Χατζιδάκι. Κηπούπολη-Κυπριάδου. Προοδευτικό σχολείο. Εκεί ανεξαρτητοποιήθηκα και έμαθα πράγματα που μου διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα.
Απρίλιος 1967. Η πατρίς μας «ήτις ευρίσκετο εις το χείλος του κρημνού» έκανε ένα βήμα μπροστά……