||| Η νοσταλγία, είτε ως φερτά υλικά των μπούμερ είτε ως κατασκευές των γενεών του 21ου αιώνα, είναι μια κρυψώνα, ένα καταφύγιο, από το αφόρητο παρόν.
||| Νοσταλγία τυλίγει τον κακορίζικο τόπο. Όλοι θα ήθελαν να ζουν αλλού, σε άλλο χρόνο, σε άλλο χώρο, κάπου παλιά ίσως, μπορεί και μακριά πολύ μακριά, όπου η ζωή ήταν απλή, με αργή ροή για να την προλαβαίνεις, ήταν κατανοητή, είχε συνοχή και φανερό νόημα κι είχες κάπου να πιαστείς ν’ ακουμπήσεις, οι ταινίες ήταν απλές ασπρόμαυρες και τα τραγούδια λαϊκά σε πλάκες και σε ράδια.
Οι άνθρωποι που τώρα ζουν σε πλατφόρμες, βλέπουν ατελείωτες σειρές σε πλατφόρμες, επικοινωνούν με ποικίλα μέσεντζερ σε πλατφόρμες, που ακουμπάνε τους καημούς τους σε πλατφόρμες, αυτοί οι άνθρωποι μοιράζονται τη νοσταλγία τους για έναν μυθολογημένο χωροχρόνο χωρίς πλατφόρμες, χωρίς GPS και apps, χωρίς πρόσθετα και βελτιωτικά, μια sublime αρκαδία.
Ετσι νοσταλγούν οι μπούμερ, πρώην χίππυς, πρώην πανκ, μέταλ ή γκοθ, πρώην κατηχητόπουλα, σπασίκλες, κνίτες, αριστεριτζήδες, αναρχικοί, εν γένει πρώην κάτι και νυν ομογενοποιημένο απ’ όλα και τίποτε. Σχεδόν όλοι ομοθυμούν ότι τότε, κάποτε, εκεί, ήταν καλύτερα από τώρα.
Μπορώ να κατανοήσω τη νοσταλγία των μπούμερ ― μπούμερ είμαι κι εγώ. Αλλά δεν τη συμμερίζομαι. Δεν νοσταλγώ τους χωματόδρομους του ‘60, τον Καραμουρτζούνη, τη φυτίνη και τη χλωρίνη χύμα, την Κλακ Φιλμς, τη χούντα, τις καμπάνες και τις γιακαδάρες του ‘70 με Λεντ Ζέπελιν και Μπόουι, δεν νοσταλγώ το ποστ-πανκ πασόκ ‘80, που εντέλει ήταν η δική μου δεκαετία της ενηλικίωσης. Τα θυμάμαι, τα κουβαλάω, δεν τα νοσταλγώ.
Κι όταν ακόμη νοσταλγώ την παρθενία του Αρχιπελάγους ή τον πολύπτυχο επαρχιωτισμό της Αθήνας, μάλλον νοσταλγώ τον χρόνο μου σε αυτούς τους τόπους, τον απολεσθέντα κήπο της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας· είναι συναισθηματικά καταφύγια, για παλίνδρομη κίνηση όταν το παρόν με τυλίγει ξηρό και στείρο. Αλλά για να επιστρέψω.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΜΕ ΦΕΡΤΑ ΥΛΙΚΑ
Παραδόξως, όμως, αυτό το Τότε/Εκεί το νοσταλγούν και πολλοί νεότεροι, όσοι δεν είχαν καν μια ελάχιστη επαφή με τα Χρυσά Χρόνια της Ευρώπης, ούτε με την καθ’ ημάς κοινωνική κινητικότητα και αισιοδοξία μετά το ‘60. Νοσταλγούν ένα παρελθόν που δεν έζησαν.