ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΛΛΑΣ: Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΟΙ ΑΞΙΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΠΟΙΕΙ Ο ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ
ΑΝΟΙΧΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ / ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Δημήτρης Λάλλας*
Η είσοδος ενός κοινωνικού σχηματισμού στο μοντέλο της καταναλωτικής κοινωνίας μπορεί να αναγνωσθεί βάσει του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζει πια η κατανάλωση ως προς την κοινωνική ενσωμάτωση των υποκειμένων, τη συγκρότηση της προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας, τη συστημική αναπαραγωγή. Πρόκειται για το αναλυτικό πρίσμα δια του οποίου ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν (2002) επιχειρεί να εντοπίσει τον μετασχηματισμό των δυτικών κοινωνιών από βιομηχανικές σε καταναλωτικές. Η μετάβαση στο μοντέλο της καταναλωτικής κοινωνίας δεν σηματοδοτεί ένα κάποιο τέλος της εργασίας, ούτε των κοινωνικών ανισοτήτων και των ταξικών διαχωρισμών, αλλά την υποκατάσταση της κεντρικότητας της εργασίας από την κατανάλωση όσον αφορά τη διαμόρφωση των κινήτρων δράσης και των κριτηρίων αποτίμησης αυτής, των σχέσεων των υποκειμένων με τον εαυτό, τους άλλους, τα αντικείμενα, τον κοινωνικό και φυσικό χώρο και τον χρόνο, και των σχημάτων κατανόησης και περιγραφής των σχέσεων αυτών, τα κριτήρια κοινωνικής ένταξης και αποκλεισμού, τα καθεστώτα διανομής του πλούτου, τη διαμόρφωση της αγοράς εμπορευμάτων-αγαθών και των θεσμών/μέσων κατανάλωσης και των στρατηγικών προώθησης (μάρκετινγκ, διαφήμιση), ακόμη και όψεων του μοντέλου πολιτικής διακυβέρνησης.
Η ελληνική κοινωνία φαίνεται να εισέρχεται σταδιακά στο μοντέλο της καταναλωτικής κοινωνίας μέσα από δύο χρονικές φάσεις, ακολουθώντας τα δυτικά στάδια μετάβασης στην καταναλωτική κοινωνία με μια χρονοκαθυστέρηση σαράντα περίπου ετών συγκριτικά με τις ΗΠΑ και δεκαπέντε έως είκοσι ετών με τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Αν και η κεφαλαιακή και παραγωγική διάρθρωση και οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν την κατατάσσουν στο μοντέλο του βιομηχανικού φορντισμού, όπως αυτό αναπτύχθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα στη Βόρεια Αμερική και στη Δυτική Ευρώπη (Reckwitz 2023), αν και η βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης μεγάλου τμήματος του πληθυσμού και οι προσδοκίες βιοτικού εξωτισμού άρχισαν να εκδηλώνονται σταδιακά από τη δεκαετία του ’60 και του ’70 (Καραπαστόλης 1983) και η κρατική προνοιακή πολιτική εφαρμόστηκε με συστηματικό και μαζικό τρόπο από τη δεκαετία του ’80, αν και το μετεμφυλιακό κλίμα του αυταρχισμού και των πολιτικών διώξεων εκτείνεται για περίπου δυόμιση δεκαετίες μετά το τέλος του Εμφυλίου (1949), η ελληνική κοινωνία –κυρίως πολιτισμικά– μοιάζει να μεταβαίνει σταδιακά στο μοντέλο της καταναλωτικής κοινωνίας, από τη δεκαετία του ’60.