Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι απλοί.
Είχαν βγάλει μόνο το Δημοτικό.
Ήθελαν να σπουδάσω όπως ο
αδερφός μου που μπήκε στην Ιατρική.
Ήμουν δεκατεσσάρων ετών
και ο μεγαλύτερος αδερφός μου,
που με περνάει τέσσερα χρόνια,
με πήρε μαζί του σε μία παράσταση
του Εθνικού Θεάτρου.
Ήταν μια γαλλική κωμωδία
με την Άννα Συνοδινού
και τον Ντίνο Ηλιόπουλο.
Εντυπωσιάστηκα, και μετά
δεν άφηνα παράσταση για παράσταση
του Εθνικού και του Κουν.
Γυρνώντας σπίτι, το βράδυ, έπεφτα να
κοιμηθώ κι έκανε τρεις ώρες να με πάρει
ο ύπνος - σκεφτόμουν όσα είχα δει.
Με τον ''Άμλετ'', δε, είχα πάθος.
Το πατρικό μου σπίτι ήταν
στους πρόποδες του Λυκαβηττού
και ανέβαινα πάνω στο λόφο,
μέσα στα δέντρα,
το μεσημέρι που δεν είχε πολύ κόσμο,
κι έκανα απαγγελίες.
Όταν τελείωσα το σχολείο
έδωσα εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης.
Πέρασα εύκολα μπορώ να πω,
με έναν μονόλογο του Άμλετ.
Την πρώτη φορά που έπαιξα
στην Επίδαυρο είχα φοβερό τρακ.
Είχα βγάλει έρπη από την αγωνία.
Δεν είχα ποτέ υπερεγώ,
ούτε βαυκαλιζόμουν επιβραβεύοντας
τον εαυτό μου.
Έρχονταν και μου έλεγαν ''Είστε πάρα
πολύ καλός'' αλλά δεν ένιωθα άνετα και
απαντούσα ''όχι, δεν είμαι και τόσο καλός.''
Δεν το έλεγα για να τους τη σπάσω.
Έτσι ένιωθα.
Καταρχάς πάρα πολύ καλός
δεν έχω αισθανθεί ποτέ. Καλός, ναι.
Δεν αισθάνομαι για τον εαυτό μου
ότι σε κάποιο έργο ήμουν ιδιαίτερα καλός.
Ήμουν καλός μέχρι ένα σημείο,
όχι ο σπουδαίος ηθοποιός.
Δε θεωρώ ότι είμαι πλήρης εμπειριών
στο Θέατρο, πιστεύω πως υπάρχουν
πράγματα που δεν τα ξέρω.
Σίγουρα έχω κάποια εμπειρία
αλλά όχι πληρότητα.
Άλλοι μπορεί να την έχουν κατακτήσει.
Βλέπω άλλους συναδέλφους που είναι
πιο μέσα στον τρόπο παιξίματος,
ψάχνονται πιο πολύ.
Όλα αυτά, εννοείται,
χωρίς να υποτιμώ τον εαυτό μου.
Είμαι ένας ηθοποιός
που έζησα ωραία πράγματα,
και τα ζω όσο ακόμα δουλεύω.
Τρέφω μεγάλη συμπάθεια
για τους νέους ηθοποιούς.
Ενίοτε αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα
να παίξω σαν κι αυτούς.