Μαγειρική αλλά και φτώχεια, κουζίνα με αγάπη για τον τόπο, η ανάγκη για επιβίωση αλλά τελικά και η δική του πρόταση για τη σωτηρία της χρεοκοπημένης οικονομίας του! Τι να κάνουμε!!! Εκσυγχρονισμός της παράδοσης και στη κουζίνα, προτείνει ο Λαζάρου! Οικονομία δεν θα υπάρξει στον τόπο μας μακριά από τον πολιτισμό μας! Ακούστε τον Λευτέρη Λαζάρου, έχει πιο ολοκληρωμένη για την οικονομία απ' όλους τους Υπουργούς Οικονομικών της τελευταίας δεκαετίας μαζί! Η συνέντευξη που ακολουθεί από το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ.
Το παιδί του Πειραιά που δεν σπούδασε μαγειρική και έκανε must την πεσκανδρίτσα μας δίνει μια γεύση από τη ζωή του
Ο Λευτέρης Λαζάρου δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση σεφ. Δεν διαθέτει βαρυσήμαντα χαρτιά από γκλαμουράτες σχολές μαγειρικής της Γαλλίας, δεν θήτευσε σε πανάκριβα εστιατόρια της Ισπανίας και της Αγγλίας όπου οι καλεσμένοι βρίσκονται σε waiting list για ένα τραπέζι και δεν έχει υιοθετήσει το σνομπ ύφος κάποιων συναδέλφων του. Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται ένας από τους καλυτέρους σεφ στην Ελλάδα. «Η γεύση είναι μνήμη», τονίζει. «Καταγραφή που συνδέεται με βίωμα και επομένως την κουβαλάς», όπως χαρακτηριστικά λέει.
Πρωτόπιασε πάντως κατσαρόλα στα 10 του χρόνια - στον Πειραιά όπου και γεννήθηκε. Ηταν το μικρότερο παιδί μεταξύ τριών αγοριών σε ένα παραδοσιακό σπίτι πίσω από την καπνοβιομηχανία «Κεράνης». «Καταλαβαίνεις», λέει με νόημα. «Εργατιά και καλή καρδιά. Τότε ο Πειραιάς ήταν γειτονιά και ήταν ωραίος. Τώρα έχει αλλάξει και δεν τον πλησιάζω. Στεναχωριέμαι. Κατεβαίνω μόνο να ψηφίσω και να δω κάνα φίλο. Πρωτόβαλα κατσαρόλα στα δέκα μου χρόνια. Οσο κι αν σήμερα ακούγεται απίστευτο. Ο πατέρας μου ήταν μάγειρας στα πλοία. Εμαθα απ’ αυτόν μαγειρική τον χειμώνα που δεν δούλευε και ήταν σπίτι. Τότε δεν πολυ-υπήρχαν εστιατόρια. Το γλέντι γινόταν σε ταβερνάκια και σε μπακάλικα. Μεζές ρεφενέ. Το τι σαλιγκάρι έχω πλύνει για τον πατέρα μου δεν λέγεται. Αλλά και πατσά. Οι φίλοι του ήθελαν πατσά από τα χέρια του. Η γεύση και η μυρωδιά του με κυνηγούν ακόμα. Γι’ αυτό και τον πατσά εγώ τον εκδικήθηκα. Κάποια στιγμή τον σέρβιρα στο “Βαρούλκο” μέσα σε κολονάτο ποτήρι του Μartini».
Πρωτόπιασε πάντως κατσαρόλα στα 10 του χρόνια - στον Πειραιά όπου και γεννήθηκε. Ηταν το μικρότερο παιδί μεταξύ τριών αγοριών σε ένα παραδοσιακό σπίτι πίσω από την καπνοβιομηχανία «Κεράνης». «Καταλαβαίνεις», λέει με νόημα. «Εργατιά και καλή καρδιά. Τότε ο Πειραιάς ήταν γειτονιά και ήταν ωραίος. Τώρα έχει αλλάξει και δεν τον πλησιάζω. Στεναχωριέμαι. Κατεβαίνω μόνο να ψηφίσω και να δω κάνα φίλο. Πρωτόβαλα κατσαρόλα στα δέκα μου χρόνια. Οσο κι αν σήμερα ακούγεται απίστευτο. Ο πατέρας μου ήταν μάγειρας στα πλοία. Εμαθα απ’ αυτόν μαγειρική τον χειμώνα που δεν δούλευε και ήταν σπίτι. Τότε δεν πολυ-υπήρχαν εστιατόρια. Το γλέντι γινόταν σε ταβερνάκια και σε μπακάλικα. Μεζές ρεφενέ. Το τι σαλιγκάρι έχω πλύνει για τον πατέρα μου δεν λέγεται. Αλλά και πατσά. Οι φίλοι του ήθελαν πατσά από τα χέρια του. Η γεύση και η μυρωδιά του με κυνηγούν ακόμα. Γι’ αυτό και τον πατσά εγώ τον εκδικήθηκα. Κάποια στιγμή τον σέρβιρα στο “Βαρούλκο” μέσα σε κολονάτο ποτήρι του Μartini».