Όταν ένας αμυντικός έτρεχε να μαρκάρει το Βασίλη Χατζηπαναγή, ήταν σαν να πήγαινε σε σχολή χορού. Ο «Νουρέγιεφ», δίδασκε αφιλοκερδώς με τρίπλες τους αμυντικούς, όλους τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς. Οι «παραστάσεις» που έδινε τις Κυριακές στα γήπεδα, ήταν μοναδικές. Ο μύθος λέει, ότι πολλές φορές οι αντίπαλοι τον παρακαλούσαν να μην τους ρεζιλέψει με κάποιο «τσαλιμάκι» του, καθώς είχε τη δυνατότητα, όπως έλεγαν, «να ντριπλάρει ακόμη και μέσα σε περίπτερο». Κάποιοι μάλιστα, ορκίζονταν ότι δεν πρόκειται για μύθο. Οι δημοσιογράφοι έγραφαν ότι μπορούσε να ντριπλάρει αμυντικό και μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο.
Ο Βασίλης Χατζηπαναγής ήρθε στην Ελλάδα από την τότε Σοβιετική Ένωση, τον Νοέμβριο του 1975, σε ηλικία 20 ετών. Όταν κατέβηκε από το τρένο στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, ήταν ξένος ανάμεσα σε ξένους. Υπέγραψε το συμβόλαιο με τον Ηρακλή και δεν άργησε να γίνει ο δικός μας Βασίλης. Στα 17 του, οι Έλληνες γονείς του είπαν «ναι», για να αποκτήσει ο «Βάσια» τη σοβιετική υπηκοότητα – άλλωστε, πώς θα μπορούσαν να πουν όχι, εκείνη την εποχή – και να παίξει στο πρωτάθλημα και στις μικρές εθνικές ομάδες της χώρας. Στα επόμενα τρία χρόνια «έβγαλε μάτια» με την Παχτακόρ και κλήθηκε 15 φορές στην εθνική ανδρών και την Ολυμπιακή ομάδα της ΕΣΣΔ.