Κάιρο, Παρίσι, Αθήνα, μεγάλες προσωπικότητες, αξιομνημόνευτες στιγμές: Ο σημαντικός σκηνοθέτης και συγγραφέας μιλά για τη ζωή και την πορεία του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γεννήθηκα το 1935 στη Σούμπρα του Καΐρου, όπου κατοικούσαν κυρίως Έλληνες. Υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι όλοι οι Αιγυπτιώτες ήταν πλούσιοι, αλλά αυτό ίσχυε για την Αλεξάνδρεια, η πλειονότητα ήταν φτωχαδάκια.
Η Σούμπρα ήταν μια λαϊκή διεθνής φτωχογειτονιά. Είχαμε και μια εκκλησία, τους Αγίους Αναργύρους, και δύο σχολεία, την Πατριαρχική Σχολή Σούμπρας και το Λύκειο Μικέ, όπου πήγα δημοτικό. Ήταν σαν να ζούσαμε σε ένα παραμελημένο ελληνικό νησί που νοσταλγούσε την Ελλάδα. Όλα τα παιδιά της γειτονιάς είχαμε μια μάνα, μια μεγαλόσωμη γυναίκα, την Ούμα Σαλάχ ‒ ήταν η μάνα του κολλητού μου, του Σαλάχ, αλλά και όλων μας, και είχε τον νου της μη μας συμβεί κάτι. Επειδή το «Κώστας» είναι κακόηχο στα αραβικά, με έκανε «κεφτέ» ‒ φώναζε από το μπαλκόνι της, απ' όπου μας επέβλεπε, «Ουάντ – για Κόφτα».
• Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός μοτοσικλετών αλλά και πλοίων, έτσι, όταν χρειάστηκε, δούλεψε στο κανάλι του Σουέζ. Λαϊκός άνθρωπος, έπαιζε μαντολίνο και άκουγε από Ουμ Καλσούμ έως ρεμπέτικα. Είχαμε στο ραδιόφωνο την «ελληνική ώρα», που επειδή δεν υπήρχε λογοκρισία, έπαιζε όλα τα ελληνικά τραγούδια που μόλις είχαν έρθει από την Ελλάδα, ανάμεσά τους και ρεμπέτικα, τα οποία τότε τα λέγαμε «μάγκικα». Επάνω σε ένα ρεμπέτικο ο πατέρας μου μού δίδαξε τα βήματα του ζεϊμπέκικου ‒ ήμουν 6-7 χρονών.
Ίσως είναι παράδοξο, αλλά το ότι κάποιος ήταν φτωχός, δεν σήμαινε ότι ήταν άμουσος και απολίτιστος. Γινόντουσαν γλέντια στα οποία συμμετείχαν ο πατέρας μου, με το μαντολίνο, και ο αδελφός μου, με τη φυσαρμόνικα. Η μουσική ήταν στη ζωή μας. Έτσι πρωτάκουσα Μότσαρτ αλλά και ζακυνθινές καντάδες. Στον πόλεμο ακούγαμε μέχρι και αμερικανική τζαζ. Το '45 ήρθε με το συγκρότημά του ο Ντίζι Γκιλέσπι, ενώ κάθε χρόνο ερχόταν παράρτημα από τη Σκάλα του Μιλάνου. Σε παράσταση της Ρενάτα Σκότο ήμουν επί σκηνής ως κομπάρσος.