Θὰ πρέπει νὰ καταστεῖ σαφὲς τὸ ἑξῆς: ἡ ἰδεολογικὴ κληρονομιὰ τοῦ '68, μακρὰν τοῦ νὰ ἔχει ὁποιονδήποτε ἀνατρεπτικὸ χαρακτῆρα, διαπερνᾶ σήμερα τόσο τὴ Δεξιὰ ὅσο καὶ τὴν Ἀριστερά, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι κάπως δύσκολο γιὰ τὴν τελευταία νὰ τὴν οἰκειοποιηθεῖ κατ’ ἀποκλειστικότητα ἤ νὰ τὴν ἐγγράψει στὴν ἰδιαίτερη συναισθηματικὴ παρακαταθήκη της. Ἡ κληρονομιὰ τοῦ '68 εἶναι τὸ Σύστημα. Οἱ ἀξίες του τροφοδοτοῦν ὁλόκληρη τὴ δημόσια σφαῖρα καὶ ὁριοθετοῦν τὰ πλαίσια τοῦ πολιτικὰ ὀρθοῦ λόγου, ἔτσι ὥστε ὁτιδήποτε ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλαίσια νὰ ἀναθεματίζεται καὶ νὰ ἐκπίπτει στὴν καταραμένη σφαίρα τῆς ἀντίδρασης, τοῦ λαϊκισμοῦ ἤ τῆς κάθε εἴδους φοβίας.
(...) Ὁ καπιταλισμὸς τῆς ἐποχῆς τοῦ Σχεδίου Μάρσαλ καὶ τῆς «ἔνδοξης τριαντακονταετίας» ὀργανώθηκε σύμφωνα μὲ ἕνα καταναλωτικὸ πρότυπο, βασισμένο στὴν ἐκπαίδευση τοῦ πληθυσμοῦ ὡς ἑξῆς: ἄλλους νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀγαπήσουν τὴν κατανάλωση καὶ ἄλλους νὰ τοὺς κάνει νὰ τὴν ὀνειρεύονται.
Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ στόχος ἦταν ἐπιτακτικὴ ἡ ἐπίσπευση τῆς διάλυσης τῶν παλαιῶν ἀστικῶν ἀξιῶν -ἀποταμίευση, λιτότητα, προσπάθεια, θρησκεία- καὶ ἡ καθιέρωση ἑνὸς ἡδονιστικοῦ καὶ ἀνεκτικοῦ μοντέλου. Μόνο μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήσουμε τὴν ἐπικουρικὴ χρησιμότητα τῶν φιλοσόφων τοῦ '68: ὁ Μαρκοῦζε, μὲ τὴ «νέα λιμπιντικὴ τάξη» του, ὁ Ντελέζ, μὲ τὶς «μηχανὲς ἐπιθυμιῶν» του, ὁ Φουκῶ, μὲ τὴ θεωρία του περὶ σεξουαλικότητας. Ὅλοι τους θὰ προετοιμάσουν τὸ ἔδαφος, μέσῳ πολιτισμικῶν διεργασιῶν, ὥστε νὰ παρουσιαστεῖ ὡς ἐπαναστατικὸ ἕνα μοντέλο παραβατικοῦ καταναλωτισμοῦ, πού, κατὰ βάθος, δὲν ἀνταποκρινόταν παρὰ μόνο στὸν ἀρριβισμὸ τῶν νέων μεσαίων τάξεων.