Γράφει ο Τάκης Παπακωνσταντινόπουλος.
Ποιοι ευθύνονται για την κατάντια της ελληνικής οικονομίας ή για να ακριβολογούμε ποιοι «τα έφαγαν» σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Θ. Πάγκαλο;
Ας δούμε αρχικά την “ιστορική” δήλωση του εμπνευστή της περίφημης ατάκας, που χαρακτηρίστηκε ατάκα της δεκαετίας, Θ. Πάγκαλου για πολλά χρόνια υπουργού και κορυφαίου στελέχους του ΠΑΣΟΚ:
«Η απάντηση εις την κατακραυγή που υπάρχει εναντίον του πολιτικού προσωπικού της χώρας "πώς τα φάγατε τα λεφτά", που μας ρωτάει ο κόσμος είναι αυτή: Σας διορίσαμε. Τα φάγαμε όλοι μαζί. Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής» (Θεόδωρος Πάγκαλος, Βουλή, 21.09.2010).
Αυτή η κυνική δήλωση δεν έγινε σε μια φάση κρίσης συνείδησης και επιθυμίας αυτοκριτικής και αληθινής μεταμέλειας γιατί κάτι τέτοιο δεν αποδείχτηκε από τις επεξηγήσεις που έδωσε και την πολιτική στάση που τηρεί μέχρι σήμερα.
Η δήλωση έγινε για να μεταθέσει τις ευθύνες αλλού στους «κοπρίτες», όπως αποκάλεσε τους δημόσιους υπάλληλους, και να φορτώσει στα παιδιά, τους γονείς τους -που έστω κόντρα στην συλλογική και διεκδικητική συνείδηση που έπρεπε να είχαν, υπέκυψαν στον εκβιασμό και στην ανάγκη για μια “θέση στον ήλιο”- ίση ευθύνη με αυτούς που ασκούσαν πολιτική στο βούρκο της ρουσφετολογίας, της διαφθοράς και της αναξιοκρατίας.
Για να στηρίξουν την προπαγάνδα τους συνεπικουρούμενοι από τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης, που είναι στην πλειοψηφία τους τα ΜΜΕ, επέλεξαν τους δημόσιους υπάλληλους σαν κύριους υπεύθυνους για την διόγκωση του χρέους, τα εκατομμύρια των κοπριτών που έλεγαν.
Τελικά η απογραφή έδειξε λιγότερο από 700.000 δημόσιους υπάλληλους εκ των οποίων οι 300.000 δουλεύουν στην εκπαίδευση και την υγεία που λειτουργούν αναμφίβολα με σημαντικές ελλείψεις, ενώ κοντά στους 150.000 δουλεύουν στα σώματα ασφαλείας ή είναι κληρικοί.
Το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα επί του συνόλου των εργαζομένων είναι περί το 11%, από τα χαμηλότερα της Ευρώπης. Οι δαπάνες για την μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων είναι της τάξης του 9% επί του ΑΕΠ και είναι μικρότερες από της Γαλλίας και της Φινλανδίας (13%), της Σουηδίας και της Δανίας (15%).