Ζωγραφική: Νεκτάριος Αντωνόπουλος
Ηλίας Παπαγιαννόπουλο
Κείμενα1.
Σε αντίθεση με την περίπτωση Καραγάτση, η επιστροφή του Χρήστου Βακαλόπουλου στην ημερήσια διάταξη φάνηκε να συνοδεύεται από έναν συντονισμό των αναγνωστικών ηθών. Οι λιγοστές επιφυλάξεις δεν επισκίασαν την περίπου ομόθυμη υποδοχή, το αντίθετο. Θα έμοιαζε με κάποια αναπάντεχη νηνεμία εν μέσω αλλεπάλληλων αναταράξεων του πολιτισμικού πεδίου. Όμως αν οι υψηλοί τόνοι των τελευταίων, εν μέσω μιας γενικευμένης πολιτικής κόπωσης, άφηναν κάποτε την εντύπωση πως ο βυθός παρέμενε ανέπαφος, με τον Βακαλόπουλο θα βρισκόταν ίσως κανείς στον ίδιο τον σιωπηλό βυθό. Κοντολογίς: αν οι αντιπαραθέσεις εκεί δεν φανέρωναν πολλά, η συναίνεση εδώ κρύβει όμως αρκετά.
Όπως πάντα, δεν μπορούμε να σκεφτούμε έναν συγγραφέα έξω από τα φίλτρα των προηγούμενων αναγνώσεών του. Ωστόσο εδώ η διαμεσολάβηση διπλασιάζει κατά κάποιον τρόπο το επίδικο, διότι εμπλέκει αποφασιστικά ένα δεύτερο πρόσωπο, κρίσιμο σε μια γενικότερη ανάλυση της πολύ πρόσφατης ιστορίας των ιδεών και του ίχνους της πάνω μας. Ο Βακαλόπουλος που επιστρέφει σήμερα είναι εν πολλοίς ο Βακαλόπουλος του Κωστή Παπαγιώργη, για την ακρίβεια του Γεια σου, Ασημάκη (1994). Είναι λοιπόν εδώ που πρέπει καταρχάς να στραφεί η κριτική χειρονομία.
Εξαιρώντας το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αυτού, αφιερωμένο στη Γραμμή του ορίζοντος, το υπόλοιπο διαβάζεται πρωτίστως ως αποκωδικοποίηση της οργάνωσης μιας προσωπικότητας – το ενδιαφέρον του Παπαγιώργη δεν το κεντρίζει ένα έργο, όσο ένα πρόσωπο. Τα προηγούμενα γραπτά του Βακαλόπουλου είτε αναλύονται βιαστικά, όταν πρόκειται για τα λογοτεχνικά, είτε περίπου προσπερνώνται, όπως ο μεγάλος όγκος των κριτικών σημειωμάτων του. Ειδικά αυτά τα τελευταία, ωστόσο, που για τον Παπαγιώργη συνιστούν απλώς μαθητείες κι ασκήσεις μιας περιόδου όπου ο Βακαλόπουλος ψάχνει, σκηνοθετεί, ή απλώς αποφεύγει τον εαυτό του σε αλλότρια, δηλαδή σε εσπέρια χωρικά ύδατα, επανέρχονται μεταμφιεσμένα ακριβώς την ύστατη ώρα της Γραμμής του ορίζοντος, όταν δηλαδή ο Βακαλόπουλος βρίσκει συγγραφικά τον εαυτό του. Θα τα θεωρούσα, έτσι, ερμηνευτικώς κρίσιμα ως προς τις αναπάντεχες τροπές του έργου του και την κατάληξή τους. Πουθενά αλλού ο Βακαλόπουλος δεν εγγράφεται τόσο ριζικά στη νεωτερική χρονικότητα όσο στο τελευταίο του βιβλίο, όπου όλα του τα παλαιά διδάγματα μεταγράφονται και κορυφώνονται. Παραμένοντας, αντίθετα, στη σταθερή τροχιά ενός ψυχογραφήματος, ο Παπαγιώργης εστιάζει εντέλει σε ένα και μόνο κείμενο που θεωρεί σημαντικό, χωρίς πάντως να χάνει ούτε και τότε από τα μάτια του το βασικό για εκείνον: την παράξενη δύναμη ενός προσώπου.
Ο τόνος του Γεια σου, Ασημάκη είναι προπαντός θερμός, συχνά συγκινητικός, και θαυμαστικός. Δεν λείπουν οι αιχμηρές φωτοσκιάσεις που τον διαστίζουν εδώ κι εκεί, αλλά ακόμα κι αυτές μοιάζουν περισσότερο με αντεστραμμένες όψεις ενός εγκωμίου. Δύο είναι οι στιγμές όπου ο Παπαγιώργης συσχετίζει ρητά τον δικό του πνευματικό δρόμο, αλλά και το εγχείρημα που έχει μόλις αναλάβει, με τον Βακαλόπουλο· και οι δύο έχουν ενδιαφέρον. Σε αμφότερες αντηχεί μια κουβέντα του Λορεντζάτου για τον Σεφέρη από το Χαμένο κέντρο. «Για χρόνια», γράφει ο Λορεντζάτος, «στάθηκα μουδιασμένος μπροστά του […] κάθε φορά που παραμερίζοντας, τελικά, τα παράλληλα διαβάσματα της νιότης, το μαχαίρι της φωνής έφτανε στο κόκκαλο της διατύπωσης, αντάμωνα μπροστά μου το Σεφέρη να έχει περάσει πρωτύτερα από εκεί που εγώ προχωρούσα ψηλαφητά, και συχνά να έχει περάσει μάλιστα “εν ξυφήρεις”» (Μελέτες, Ι, 392). Και ο Παπαγιώργης: «Επειδή και του λόγου μου ασκούμαι χρόνια στην τέχνη του ωρολογοποιού της καθημερινής ζωής, ομολογώ ότι σχεδόν στα πάντα, στην παραμικρή “βίδα”, τον έβρισκα υποψιασμένον και ξεσκολισμένον» (35).