Οι αλλαγές που ετοιμάζει το υπουργείο Παιδείας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αντί να περιορίσουν ή και να εξαλείψουν την παραπαιδεία, θα οδηγήσουν τους μαθητές (όπως γίνεται σε όλες τις μεταρρυθμίσεις εδώ και δεκαετίες) με μαθηματική ακρίβεια στις αίθουσες των φροντιστηρίων
«Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω φροντιστήριο μπας και πάρω απολυτήριο»
Πώς προφέρεται ο τύπος PV = n RT
(καταστατική εξίσωση των αερίων);
ΠΑΨΕ ΝΑ ΡΩΤΑΣ
(φροντιστηριακή συνταγή)
Του Χρήστου Κάτσικα
Δεν υπήρξε εξεταστικό σύστημα, τα τελευταία τριάντα χρόνια, που να μην περιλάμβανε στην Εισηγητική του Εκθεση ως στόχους και ως δικαιολογητικό λόγο της θέσπισής του, ανάμεσα σε άλλα, τον περιορισμό της παραπαιδείας.
Ετσι και το τελευταίο χρονικό διάστημα ο υπουργός Παιδείας, Κ. Αρβανιτόπουλος, δεν χάνει ευκαιρία να διακηρύξει ότι η μεταρρύθμιση που φέρνει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα «σαρώσει» τα φροντιστήρια. Σε συνέντευξή του την Κυριακή 25 Αυγούστου στην εφημερίδα «Εθνος» τονίζει ότι «και μόνο η μείωση σε 4 από 6 των εξεταζομένων μαθημάτων στις Πανελλαδικές και η αύξηση των ωρών διδασκαλίας τους από 14 σε 20 ώρες εβδομαδιαίως “ακυρώνει” το φροντιστήριο».
Ιστορική αναδρομή
Μια στοιχειώδης αναδρομή-εξέταση των ιστορικά διαμορφωμένων εξεταστικών συστημάτων στη χώρα μας από τη δεκαετία του 1980 έως τις μέρες μας φανερώνει ότι οι εξετάσεις για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με όποια μορφή κι αν έγιναν, όποιο όνομα κι αν πήραν, Πανελλήνιες, Πανελλαδικές, Γενικές Εξετάσεις, είχαν ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό στον νομιμοποιητικό τους λόγο: τον περιορισμό της παραπαιδείας.
Σε όλους τους λόγους των εμπνευστών των εκπαιδευτικών αλλαγών είχε προνομιακή παρουσία η απόλυτη βεβαιότητα για την «εξάλειψη των φροντιστηρίων», στη χειρότερη περίπτωση για την «άμβλυνση της ανάγκης για φροντιστήρια».
• Το 1980, το νέο εξεταστικό σύστημα, οι Πανελλήνιες Εξετάσεις (1980-1983), παρουσιάζεται από την πλευρά της εκπαιδευτικής ηγεσίας με τη βεβαιότητα ότι «η εισαγωγή στα Πανεπιστήμια με το νέο σύστημα δεν θα εξαρτάται στο εξής από παράγοντες όπως τα φροντιστήρια που ελάχιστη σχέση έχουν με την εκπαιδευτική και μαθησιακή διαδικασία».
• Το 1983, οι «Πανελλήνιες Εξετάσεις» μετονομάζονται «Γενικές Εξετάσεις» και, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, το νέο σύστημα στόχευε, ανάμεσα σε άλλα, «στον περιορισμό της εξάπλωσης των φροντιστηρίων».
• Τον Ιανουάριο του 1997 η αναγγελία του νέου συστήματος του Ενιαίου Λυκείου συνοδεύτηκε από τα γνωστά ξόρκια εναντίον των φροντιστηρίων. Ομως, ως γνωστόν, πολύ γρήγορα όλες οι «υποσχετικές» του ΥΠΕΠΘ για «μείωση της ανάγκης προσφυγής στα φροντιστήρια» ή ακόμη οι εκτιμήσεις του ότι «τα παιδιά χάνουν τον καιρό τους και οι γονείς ξοδεύουν αδίκως τα χρήματά τους στα φροντιστήρια θρυμματίζονται καθημερινά στη «σκληρή πίστα» της σχολικής πραγματικότητας.
Οι προβλέψεις των υπευθύνων των εκπαιδευτικών αλλαγών χάνουν κάθε «γείωση» με την πραγματικότητα ακόμη κι όταν αυτή βγάζει μάτι. Ο πρώην υφυπουργός Παιδείας Ιωάννης Ανθόπουλος επέμενε ότι «δεν χρειάζεται φροντιστήριο στη διάρκεια της φοίτησης στο Λύκειο, όπως πριν που ήταν κέντρο διερχομένων μαθητών και ημιμαθών μαθητών. [...] Αλλοτε ένας μαθητής έκανε δύο χρόνια φροντιστήριο στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου. [...] Αυτό τώρα δεν χρειάζεται» (βλ. συνέντευξη στην εφημερίδα «Εθνος», 8 Αυγούστου 1999).
Η «κλωνοποίηση» του εξεταστικού συστήματος επιλογής στην καρδιά του «Ενιαίου Λυκείου», η αύξηση του αριθμού των εξεταζομένων μαθημάτων, το κατέβασμα του «πήχη των εξετάσεων» στη Β΄ Λυκείου και η εμφάνιση μιας «εισαγγελικού τύπου» σχολικής ετυμηγορίας από την τάξη αυτή, όχι μόνο δεν λειτούργησε ανασταλτικά για την ίδια τη φροντιστηριακή δραστηριότητα, αλλά, αντιθέτως, δημιούργησε «συνθήκες θερμοκηπίου» για την ανάπτυξη μιας πρωτόγνωρης σε ένταση «φροντιστηριακής προσφυγιάς» από την πρώτη κιόλας τάξη του Λυκείου.
Σήμερα
Αν θέλαμε να αποτυπώσουμε με «λέξεις-κλειδιά» τα χαρακτηριστικά του νέου Λυκείου, θα εστιάζαμε στις πανελλαδικού τύπου εξετάσεις σε όλες τις τάξεις του λυκείου, στις τεχνικές αξιολόγησης που σίγουρα θα προκύψουν και θα οδηγούν, με μαθηματική ακρίβεια, στον φορμαλισμό, στη θεοποίηση μιας μετρήσιμης επίδοσης-απόδοσης, στον προσανατολισμό σε αξίες ανταλλαγής (βαθμός, μόρια, σειρά προτεραιότητας) και πάνω απ’ όλα στην υπερσυγκέντρωση των προτιμήσεων-επιλογών της πλειονότητας των μαθητών σε μια «χούφτα σχολές» που υπόσχονται επαγγελματική διέξοδο σ’ ένα περιβάλλον εργασιακής ανασφάλειας.
Την ίδια στιγμή, η «μαύρη σκιά» των μαζικών απορρίψεων στο Λύκειο θα «πρακτορεύει» πελατειακά τους επιχειρηματίες των φροντιστηρίων, οι οποίοι θα εκταμιεύουν το άγχος και την ανασφάλεια της οικογένειας, παρουσιάζοντας τις «υπηρεσίες» τους ως μοναδικό και ασφαλές στέγαστρο «προστασίας».
Οσο το σχολείο μετατρέπεται σε μια ατελείωτη πρόβα τζενεράλε για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση τόσο περισσότερο απαξιώνεται από τους μαθητές οι οποίοι στρέφουν την προσοχή τους στα φροντιστηριακά μαθήματα από τα οποία ευελπιστούν να τους εξοπλίσουν με τεχνικές αντιμετώπισης των εξεταστικών πρακτικών του σχολείου.
Η φυσιογνωμία, η κατεύθυνση και το αναλυτικό πρόγραμμα του νέου Λυκείου το κάνουν να μοιάζει με απομίμηση φροντιστηρίου, καθώς το «πατρόν» του νέου του ρόλου είναι σχεδιασμένο στα μέτρα του «ανταγωνιστή» του. Στο νέο Λύκειο το «πνεύμα του φροντιστηρίου» δεν έχει απλά δημιουργήσει τις δικές του αποικίες στον σχολικό χώρο αλλά έχει επικρατήσει ολοκληρωτικά, έχει επιβάλει τη λογική του, στις διαδικασίες της σχολικής τάξης.
Στο πεδίο αυτό είναι σίγουρο ότι ο εκπαιδευτικός θα οδηγηθεί γρήγορα στην απώλεια του παιδαγωγικού του ρόλου, του δασκάλου εμψυχωτή, καθώς θα σπρώχνεται να μετεξελιχθεί σε μικρόψυχο ελεγκτή, έναν συμβολαιογράφο επιδόσεων, εξεταστή, επιτηρητή, διορθωτή, έναν κακοπληρωμένο τεχνικό χωρίς διάθεση και χαμόγελο.
Οι τάξεις ανεπαίσθητα θα μεταβληθούν σε αρένες άγριου ανταγωνισμού, ο «συμμαθητής θα χαθεί», καθώς δυνητικά ο κάθε μαθητής αποτελεί εμπόδιο για τον διπλανό του στον αγώνα για ένα καλό «πλασάρισμα», λειτουργία που βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με τις ανάγκες και τις προδιαθέσεις της νέας γενιάς που διψά για διανθρώπινη επαφή, ομαδικότητα και συναδελφικότητα.
Η «γραμματική» και το συντακτικό» του νέου Λυκείου πριμοδοτεί ακόμη πιο συστηματική αποδιοργάνωση της σκέψης και της συνείδησης των παιδιών, ενώ την ίδια στιγμή οι πανελλαδικού τύπου εξετάσεις σε όλες τις τάξεις το αναγορεύουν σε απαγορευμένη ζώνη για τα παιδιά των ανέργων και των φτωχών-λαϊκών οικογενειών.