Γιώργος Μυλωνάς,
Ιστορικός Τέχνης από το Άρδην τ. 129
Πριν από τρεις δεκαετίες, στην πρώτη σοβαρή ιχνηλάτηση του εγχώριου μοντερνισμού από την Εθνική Πινακοθήκη, η Άννα Καφέτση, νεαρή επιμελήτρια τότε του ιδρύματος, έφερε σε συζήτηση το θέμα στην έκθεση «Μεταμορφώσεις του μοντέρνου, η ελληνική εμπειρία». Το φιλόδοξο εγχείρημα συγκέντρωσε περισσότερους από 100 Έλληνες καλλιτέχνες και 365 έργα. Πουθενά δεν υπήρχε το όνομα του Φώτη Κόντογλου. Δεν ήταν βέβαια ξένος ο δημιουργός στην Καφέτση που γνώριζε τη λεγόμενη γενιά του ’30 από τη διδακτορική της διατριβή. Παρ’ όλα αυτά ούτε στον κατάλογο υπήρχε η παραμικρή νύξη για τη σχέση μοντερνισμού, έστω μοντερνισμού και παράδοσης, με το όνομα του Αϊβαλιώτη.
Για τα προδρομικά νεωτερικά στοιχεία στον Κόντογλου είχαν ήδη μιλήσει από τον Φεβρουάριο του 1979, οι Διονύσης Καψάλης και Γιώργος Χατζημιχάλης: «Αν ο Παρθένης υπήρξε το θεμέλιο του ελληνικού μοντερνισμού, νομίζουμε δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Κόντογλου υπήρξε (μαζί με τον Παπαλουκά και άλλους) από τους πρωτεργάτες του… γιατί κατόρθωσε, με πρωτοφανή συνέπεια, να συλλάβει και να εκτελέσει ένα σύνολο λογοτεχνικών και ζωγραφικών έργων με καινούργια μέσα και με τη δική τους μυθολογία».
Τους τρεις μεγάλους δασκάλους είχαμε την ευκαιρία να δούμε σε αφιερώματα που πραγματοποίησαν, σχεδόν ταυτόχρονα, μουσεία της Αθήνας στο κλείσιμο του 2022: τον Κωνσταντίνο Παρθένη στην Εθνική Πινακοθήκη, τον Σπύρο Παπαλουκά στο Ίδρυμα Θεοχαράκη και τον κυρ-Φώτη στο Ίδρυμα Γουλανδρή στο Παγκράτι. Ειδικά στον τελευταίο, για πρώτη φορά, επιχειρήθηκε να δειχτεί το κοντογλικό έργο σε συνάφεια με το αισθητικό κίνημα που πυροδότησε, καθιστώντας επίκαιρο το Βυζάντιο στην καρδιά του μοντέρνου. Δίπλα σε έργα του Αϊβαλιώτη βρήκαν θέση όχι μόνο συνθέσεις μαθητών όπως του Τσαρούχη και του Εγγονόπουλου, αλλά και έργα σημερινών καλλιτεχνών. Είχε σημασία δηλαδή να φανεί πώς και σε ποια έκταση η πρόταση του Κόντογλου φθάνει στην εικαστική μας κοινότητα μισό αιώνα και πλέον από τον θάνατό του, η δική του προσφορά στις νεωτερικές αναζητήσεις του τόπου, που όσο κι αν φαίνεται παράδοξο συνεχίζει στις μέρες μας.
Με τον Φώτη Κόντογλου υπάρχει ένα σημείο επαφής με όλες γενιές. Δεν είναι μόνο ότι οργανώθηκε και αποσαφηνίστηκε το ασαφές δέος που ως Έλληνες έχουμε απέναντι στην ανατολική χριστιανική μας κληρονομιά, μαζί με την όποια σύγχυση ταυτότητας μάς ακολουθεί από καταβολής του ελληνικού κράτους. Ειδικά στους νεότερους στα χρόνια καλλιτέχνες, αυτό που ο σπουδαίος δημιουργός παρέδωσε, είναι μία επιπλέον κληρονομιά που έδωσε τη χαρά και την αντοχή –με μία λέξη την έμπνευση– να την έχουν στον νου και την καρδιά ως μία κλίση και, κυρίως, μία κλήση απενοχοποιημένη.