Γιώργος Κρανιδιώτης
Στο 5ο έτος της Ιατρικής θυμάμαι έναν καθηγητή που ξέφευγε από τα τετριμμένα. Μιλούσε για τον θάνατο και μας έλεγε ότι είναι «μυστήριο». Μερικά χρόνια αργότερα, όντας ειδικευόμενος στη Θεραπευτική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, μπήκα ένα πρωί στη ΜΕΘ και τον ξαναείδα: ολόκληρο τακτικό καθηγητή πια, καταϊδρωμένο, να κάνει αυτός ο ίδιος θωρακικές συμπιέσεις σε έναν νεαρό με ανακοπή.
Μια άλλη φορά, τον είδα να κουβαλά με το καροτσάκι έναν ασθενή στο αιμοδυναμικό, επειδή είχε καθυστερήσει ο φορέας. Κάποτε, νοσηλεύαμε ένα νέο παιδί από το Πακιστάν με οξεία λευχαιμία, σκελετωμένο, ανήμπορο ακόμη και να φάει· τον είχε μαζέψει το ΕΚΑΒ από τον δρόμο. Την πρώτη νύχτα, είδαμε με έκπληξη το παιδί να το φροντίζει αποκλειστική αδελφή, το ίδιο και τις επόμενες. Κανείς μας δεν γνώριζε ποιος την πλήρωνε, αλλά όλοι ξέραμε…
Ο καθηγητής αυτός έμενε με τη σύζυγό του σε ένα δυάρι ακριβώς απέναντι από το νοσοκομείο. Ο λόγος ήταν πως δεν είχε ωράριο· οποτεδήποτε προέκυπτε πρόβλημα, θα πεταγόταν στην Κλινική για να το λύσει. Τηλεφωνούσε στη ΜΕΘ στις 3 τη νύχτα, για να μας ρωτήσει πόσο είναι το κάλιο του αρρώστου.
Δεν είχε ιδιωτικό ιατρείο στο Κολωνάκι, αλλά στην Πλατεία Βάθης. «Ιδιωτικό ιατρείο» που λέει ο λόγος, διότι από τους περισσότερους δεν έπαιρνε χρήματα. Δεν νομίζω να έκανε ποτέ διακοπές. Ταξίδευε μόνο στην υποσαχάρια Αφρική, για να οργανώσει νοσοκομεία, όπερ και έπραξε στην Καμπάλα της Ουγκάντας και στην Μπουκόμπα της Τανζανίας· εν μέσω ποικίλων κινδύνων και δυσκολιών, με προσωπικό κόπο και έξοδα.