Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΡΟΣΙΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΡΟΣΙΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Γεώργιος Δροσίνης — Ἡ Πατρίδα μας

wheat-field-with-reaper-and-sun-1889

«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»

«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.

Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.

Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.

Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.

Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.

Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.

Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.

Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.

Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.

Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».

«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες κι' εγώ στα ταπεινά κι' αποριμένα,

Η εικόνα ίσως περιέχει: δέντρο, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση

Της Άννας Στάικου

Νύχτωσε,
Χιονιάς και κατεβασιά παγωνιάς από τα όρη
Ελα ποιητή και πες κάτι
Απλό, λιτό, μικρό αλλά όμοιος αντίλαλος του Βοριά να μας θερμάνεις.......Γεώργιε Δροσίνη
Πόσο οι αλαζόνες σε ποδοπάτησαν
Για θύμησέ μας
Τί απάντησες στον Κ Παλαμά;


Γεώργιος Δροσίνης:
Απόκριση στον Παλαμά
Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε
στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα — όμως
με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε
του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:

Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες
κι' εγώ στα ταπεινά κι' αποριμένα,
και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο
κι' άφησες τον πηλό της γης σ' εμένα.

Στις αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες
και στάθηκα στις λιόφωτες ραχούλες'
αρχόντισσες και ρήγισσες οι Μούσες σου
κι' εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες.

Εσύ στης δάφνης τ' ακροκλώναρα άπλωσες
κι εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι'
στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα -
λίγο θυμάρι του βουνού μου φτάνει.