Δεν θα σας απασχολήσω εδώ καθόλου με την ενδιαφέρουσα και χρήσιμη ανίχνευση των σχέσεων της κριτικής του Σπύρου Κυριαζόπουλου [στο εξής ΣΚ] με την σκέψη άλλων σημαντικών στοχαστών της Τεχνικής, όπως ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο Λιούις Μάμφορντ, ο Γκύντερ Άντερς, ή ο επίσης χριστιανός Ζακ Ελλύλ, στον οποίον άλλωστε παραπέμπει από την πρώτη παράγραφο του βιβλίου του για την καταγωγή του τεχνικού πνεύματος. Θα παρουσιάσω μόνο, με την απαραίτητη συντομία, τη θέση του με εφόδιό μου τρία σχετικά βιβλία του: 1. Η Σημερινή Γλώσσα. Η γλωσσολογία της τεχνικής (1964, στο εξής ΣΓ), 2. Η Καταγωγή του Τεχνικού Πνεύματος (1965, στο εξής: ΚΤΠ) και 3. Ενώπιον της Τεχνικής. Διαλέξεις και δοκίμια (1971, στο εξής ΕΤ).
Πραγματευόμενος το ζήτημα της Τεχνικής, ο ΣΚ έρχεται να αναμετρηθεί πλέον με τον σύγχρονο κόσμο, στον οποίο ζούσε και ζούμε κι εμείς σήμερα. Εδώ, μας καλεί να συνειδητοποιήσουμε ότι, με την προέλαση της Τεχνικής, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, το τέταρτο μετά την εμφάνιση της ανθρώπινης γλώσσας, την νομαδική οργάνωση των πρώτων κοινωνιών και την λεγόμενη γεωργική επανάσταση. Ένα «κοσμοϊστορικό γεγονός δια του οποίου ανακατασκευάζεται ο φυσικός και ο ιστορικός κόσμος» και το οποίο έρχεται να αλλάξει ριζικά και επικίνδυνα, όχι απλώς το περιβάλλον, ή τις συνθήκες διαβίωσης, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, όπως άλλωστε κάνει κάθε κοσμοϊστορικό γεγονός.
Όσα λέει λοιπόν επί του προκειμένου ο ΣΚ, αφορούν στο φλέγον ζήτημα της παρουσίας του ανθρώπου μέσα στο σύγχρονο κόσμο μας, και ακριβώς κάτω από το πρίσμα αυτής της μέριμνας θα παρουσιάσω, πιο εστιασμένα, την κριτική που ασκεί στο τεχνικό πνεύμα.
Τι προσδιορίζει ως Τεχνική και «τεχνικό πνεύμα»
Ευθύς εξαρχής ο ΣΚ αποσαφηνίζει ότι, με τον όρο «Τεχνική», δεν εννοεί ομώνυμους όρους όπως τα εργαλεία ως επεκτάσεις των ανθρώπινων μελών (άροτρο, ακόντιο), διάφορα είδη συνεργασίας με τη φύση (υδρόμυλος), ή εκφράσεις ατομικής δεξιότητας (αθλητική ή μουσική τεχνική). Ούτε εννοεί την Τεχνική ως «μέθοδο παραγωγής πραγμάτων υπό τον έλεγχο της λογικής, όπως είχε ορίσει ο Αριστοτέλης την κατασκευαστική δραστηριότητα», η οποία εκμεταλλεύεται δυνάμεις της φύσης συνδεδεμένη προς την πηγή τους.
Η σύγχρονη Τεχνική παρουσιάζεται καταρχάς ως ενός είδους «αποσύνδεση» από τη φύση. Σχετίζεται οπωσδήποτε με τη σύγχρονη τεχνολογία και τις μεθόδους της, δηλαδή με μια τεχνολογία, η οποία δεν στηρίζεται πλέον στη συνεργασία με τη φύση και στην «δέσμευση» των δυνάμεών της (όπως λ.χ. έκανε το πανί στου ιστιοφόρου στη δύναμη του ανέμου), αλλά σε μια επέμβαση στη δομή της και στην απελευθέρωση και μετάθεση της ενέργειας (έκρηξη, ηλεκτρισμός). Ωστόσο είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη «στάση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο», η οποία καθοδηγείται από το τεχνικό πνεύμα.
Ο ΣΚ απαριθμεί μια σειρά βασικών γνωρισμάτων της Τεχνικής, όπως η επέμβαση στη δομή του ανόργανου κόσμου, η απώλεια του φυσιολογικού ελέγχου της πράξης, ο απρόσωπος σύνδεσμος προς την ύλη, η συμμετρική επανάληψη ως αντικατάσταση του σώματος, η αιτιολογική και μαθηματική σκέψη, ή η μεθοδική ανωνυμία της κατασκευής. Όμως το πιο θεμελιώδες χαρακτηριστικό του τεχνικού πνεύματος είναι οπωσδήποτε η έξω-ηθική ιεράρχηση της ανθρώπινης μέριμνας, όπου πρώτιστο μέλημα καθίσταται η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα. Υπό το κράτος του πνεύματος αυτού δηλαδή, εάν κάτι είναι δυνατόν να το φτιάξουμε, ή να το πράξουμε, θα το φτιάξουμε ή θα το πράξουμε με αυτό το κριτήριο, χωρίς να μας απασχολούν παράμετροι ηθικού τύπου, οι οποίοι θεωρείται μάλιστα ότι επιδρούν ανασταλτικά στην «τεχνική πρόοδο»: «Για πρώτη φορά ο άνθρωπος είναι δυνατόν να ορίσει την πράξη του χωρίς να υπολογίσει ηθικά κριτήρια».
Αυτό σημαίνει βέβαια ότι εγκαθιδρύεται για πρώτη φορά μια περιγραφή του κόσμου (και του ανθρώπου εννοείται) και μια ιδεολογική θεώρησή του, η οποία δεν βλέπει εντός του παρά μόνο δυνάμεις. Εάν όμως η δύναμη τεθεί ως η προϋπόθεση των ανθρώπινων επιδιώξεων και αν οι επιδιώξεις των ανθρώπων παρουσιαστούν ως αναγκαίο ή αναπότρεπτο επακόλουθο της δύναμης, τότε μόνον «ό,τι θεμελιώνει την δύναμη, ισχύει ως πρώτη αξία». Και καθώς η ισχύς καθίσταται η υπέρτερη όλων των αξιών, η ίδια η γνώση, προκειμένου να αναγνωριστεί ως πραγματική γνώση, καλείται να συμπέσει με τη δύναμη —πράγμα που πολύ απλά σημαίνει ότι ως πραγματική γνώση γίνεται πλέον αποδεκτή μόνον η κάθε είδους τεχνογνωσία.
Το τεχνικό πνεύμα ορίζει λοιπόν σήμερα την συμπεριφορά και τη σκέψη, τις επιδιώξεις και τα κριτήρια, την πράξη και τη θεωρία, και «μεταβάλλει το πνευματικό περιεχόμενο του ανθρώπου», υποδεικνύοντας τον τρόπο δια του οποίου δημιουργούνται τα σύγχρονα προβλήματα και τη μέθοδο της επίλυσής τους σαν να πρόκειται σε κάθε περίπτωση για τεχνικά προβλήματα.
Αυτό το πνεύμα έχει σε τέτοιο βαθμό επικρατήσει ώστε, σήμερα, ένα πρόβλημα δεν θεωρείται σοβαρό και άξιο προσοχής εάν δεν είναι ή δεν μπορεί να ιδωθεί κάτω από αυτό το τεχνικό πρίσμα. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, λέει ο ΣΚ, πλανώνται οικτρά όσοι θεωρούν την Τεχνική σαν κάτι το «ουδέτερο» βαστώντας την ιδέα ότι το όλο θέμα εξαρτάται από το πώς θα τη χρησιμοποιούμε (και ποιοι: οι «καλοί», ή οι «κακοί», «εμείς» ή οι «άλλοι»), όπως λεγόταν κάποτε για τα εργαλεία ότι «το μαχαίρι μπορεί να σκοτώσει, αλλά και να κόψει το ψωμί».
Πώς εδραιώθηκε το τεχνικό πνεύμα