14 Δεκεμβρίου 2022
Αυτό που χρειάζεται μία χώρα για να ευημερήσει είναι δημοσιονομική πειθαρχία, σταθερά ανοδικούς ρυθμούς ανάπτυξης, χαμηλό κόστος δανεισμού που εξασφαλίζεται από τα δύο προηγούμενα, σωστή και αδιάφθορη λειτουργία των Θεσμών της, καθώς επίσης έναν λειτουργικό, ακομμάτιστο κρατικό μηχανισμό – στοιχεία δηλαδή που δεν έχουν πετύχει οι ελληνικές κυβερνήσεις ποτέ μέχρι σήμερα.
.
Ανάλυση προϋπολογισμού
Εισαγωγικά, κατά την επεξεργασία του Προϋπολογισμού του 2023, διατυπώσαμε με κάθε λεπτομέρεια τις επιφυλάξεις μας – ως προς το κατά πόσο ρεαλιστικές είναι οι προβλέψεις του, μεταξύ άλλων με την τιμή του πετρελαίου brent, στα 85 $ το βαρέλι.
Επί πλέον τις αντιρρήσεις μας, για τη λογική των επιμέρους κονδυλίων – καθώς επίσης την πεποίθηση μας πως δεν υπάρχει αναπτυξιακή διάσταση για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μεσομακροπρόθεσμα.
H οικονομία μας ασφυκτιά κάτω από το βάρος του μη βιώσιμου δημοσίου χρέους – ακόμη περισσότερο, από το υπέρογκο ιδιωτικό χρέος των 406 δις € στα τέλη του Ιουνίου του 2022, εκ των οποίων τα 258 δις € κόκκινο.
Επί πλέον, από το εξωτερικό χρέος των 560 δις € που έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 150 δις € από τις αρχές του 2019 – καθώς επίσης από την έλλειψη χρηματοδότησης και από τις έντονα ανοδικές τιμές, λόγω των εγκληματικών λαθών στην ενέργεια και στη φορολογία.
Τέλος, από τα χρέη και από τα ελλείμματα που συσσώρευσε η κυβέρνηση, μεταξύ άλλων με την καταστροφική πολιτική των lockdowns – όπου μέσα σε τρία μόλις χρόνια προκλήθηκε συνολικό έλλειμμα, ζημία δηλαδή, ύψους 50 δις € στο κεντρικό κράτος, από μόλις 2,36 δις € το 2019.
Όσον αφορά το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, το έλλειμμα των τριών ετών ήταν χαμηλότερο, στα 38,86 δις € – από πλεόνασμα όμως 2,1 δις € το 2019.
Τα ελλείμματα αυτά, αυξάνουν το ήδη μη βιώσιμο δημόσιο χρέος μας – ενώ καλύπτονται με δανεικά που θα πληρώσουμε πανάκριβα με φόρους, με πλειστηριασμούς και με ξεπουλήματα, εμείς και τα παιδιά μας.
Στο δημόσιο χρέος μας πάντως των 392,3 δις € του 2022, θα πρέπει να προστεθούν οι κρατικές εγγυήσεις ύψους 8 δις, τα 18,67 δις € του προγράμματος Ηρακλής, τα 1,454 δις € της ΕΤΕπ και τα όποια ποσά του SURE – όπως αναφέρονται στη σελ. 197 του προϋπολογισμού.
Επομένως περί τα 30 δις € που θα εκτόξευαν το χρέος στα 422 δις € – τα οποία δεν αλλάζουν, είτε τα μετράει κανείς ως ποσοστό του πραγματικού ΑΕΠ, είτε του πληθωριστικού ονομαστικού.
Εδώ αναρωτηθήκαμε με ποια λογική δόθηκαν οι εγγυήσεις των 18,7 δις € στις τράπεζες – για να πουλήσουν τα κόκκινα δάνεια τους στους ξένους κερδοσκόπους και για να πλειστηριάσουν τα σπίτια των Ελλήνων.
Επίσης, γιατί δεν υιοθετήθηκε η δική μας πρόταση, για την ίδρυση μίας κρατικής εταιρίας κατά το παράδειγμα των ΗΠΑ του 1933 – η οποία θα αγόραζε τα κόκκινα δάνεια, αντί οι κερδοσκόποι.
Εν προκειμένω, εάν υποθέσουμε πως τα αγόρασαν στο 10% της αξίας τους, θα χρειάζονταν μόλις 10 δις € – όχι τα 18,7 δις € των εγγυήσεων που δόθηκαν στις τράπεζες.
Αυτή τη στιγμή πάντως, τα κόκκινα δάνεια στις τράπεζες είναι μόλις 14,8 δις – ενώ τα υπόλοιπα 86,7 δις € έχουν μεταφερθεί στους κερδοσκόπους, αφού ο συνολικός αριθμός τους δεν έχει μεταβληθεί.
Από τα στεγαστικά δε, μόλις τα 3,18 δις € ευρίσκονται στις τράπεζες – ενώ τα υπόλοιπα 24,1 δις € έχουν μεταφερθεί στα funds.
Όλα αυτά τώρα συμβαίνουν εν μέσω ενός δυσώδους περιβάλλοντος σκανδάλων, εγχωρίων όσον αφορά τις υποκλοπές και ευρωπαϊκών με γεωπολιτική οπτική – τα οποία αποδομούν το πολιτικό σύστημα.
Επί πλέον, εν μέσω μίας κλιμακούμενης έντασης στην Ουκρανία, μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας, καθώς επίσης ενός απειλητικού διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος – με την ΕΕ σε πορεία παρακμής, με αυξανόμενα επιτόκια, με την άνοδο του κόστους των πρώτων υλών και γενικότερα του κόστους διαβίωσης.
Το περιβάλλον αυτό μπορεί να πλήξει σημαντικά την Ελλάδα, μεταξύ άλλων εξαιτίας της νοσηρής εξάρτησης της οικονομίας μας από τους προκυκλικούς, εντάσεως κεφαλαίου τομείς του τουρισμού και των ακινήτων – στους οποίους επικεντρώθηκαν ξανά οι επενδύσεις.
Ακόμη δε και η απογοητευτική πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,8% του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό του 2023, είναι υπό αμφισβήτηση – αφού η ΕΕ που οδηγείται σε ύφεση, προβλέπει χαμηλότερη ανάπτυξη για την Ελλάδα, ύψους 1%.
Οι φόβοι αυτοί αυξάνονται μετά τα απογοητευτικά αποτελέσματα, όσον αφορά την ανάπτυξη του 3ου τριμήνου του 2022 – στο 2,8%, παρά την κατακόρυφη άνοδο των τουριστικών εσόδων, έναντι 3,8% της Ισπανίας, 4,9% της Πορτογαλίας, 5,4% της Κύπρου και 10,6% της Ιρλανδίας, καταθέτοντας για όλα όσα λέμε έγγραφα στα πρακτικά.
Μπορεί δε η ΕΛΣΤΑΤ να ισχυρίζεται πως το ΑΕΠ του 3ου τριμήνου επηρεάστηκε ανασταλτικά από το σημαντικά αυξημένο επίπεδο των επιδοτήσεων επί των προϊόντων που αφορούν την ενέργεια, αλλά ο κυριότερος αρνητικός παράγοντας ήταν αναμφίβολα το εμπορικό μας έλλειμμα.