Μια κραυγαλέα δυσαρμονία αναδύεται στο διεθνές περιβάλλον με ένα ζήτημα εξίσου θεμελιώδες για τον Ελληνισμό – τη μισού αιώνα πληγή της Κύπρου, να παραμένει διχοτομημένη υπό τουρκική κατοχή.

Γράφει η Μαριάνα Συμεωνίδη
Πώς γίνεται η Ελλάδα να στηρίζει κατηγορηματικά την Ουκρανία απέναντι στη ρωσική εισβολή, αλλά να μην επιδεικνύει ανάλογη σθεναρότητα για την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο; Και γιατί, παρά τη στρατιωτική και διπλωματική βοήθεια που παρείχε στο Κίεβο, βρέθηκε απούσα από κρίσιμες ευρωπαϊκές διαβουλεύσεις για τον ίδιο πόλεμο; Αυτά τα ερωτήματα αναδεικνύουν οξείες αντιφάσεις στην ελληνική εξωτερική πολιτική, που δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες. Μια κραυγαλέα δυσαρμονία αναδύεται στο διεθνές περιβάλλον με ένα ζήτημα εξίσου θεμελιώδες για τον Ελληνισμό – τη μισού αιώνα πληγή της Κύπρου, να παραμένει διχοτομημένη υπό τουρκική κατοχή.Η ανάλυση που ακολουθεί, μέσα από το πρίσμα του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, διερευνά πώς η θέση της Ελλάδας στον πόλεμο της Ουκρανίας αντανακλά τις δυναμικές της διεθνούς ισχύος και γιατί η επιρροή ενός κράτους εξαρτάται από τη διπλωματική και στρατηγική του εμβέλεια.
Η ρωσική οπτική: ΝΑΤΟ, Ουκρανία και “κόκκινες γραμμές”
Για να γίνει κατανοητή η ελληνική στάση, πρέπει πρώτα να αποσαφηνιστεί το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο που προκάλεσε τον πόλεμο. Από ρεαλιστική σκοπιά, η Ρωσία αισθάνθηκε ολοένα μεγαλύτερη πίεση και απειλή από την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Ήδη από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Μόσχα είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί “ούτε μια ίντσα προς ανατολάς” πέραν των συνόρων της ενωμένης Γερμανίας (National Security Archive, 2017).
Παρότι αυτές οι διαβεβαιώσεις δεν αποτυπώθηκαν σε επίσημη συνθήκη, στη ρωσική συνείδηση λειτούργησαν ως de facto συμφωνία. Η απόφαση του ΝΑΤΟ στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου το 2008, που χαιρέτισε τις ευρωατλαντικές φιλοδοξίες της Ουκρανίας και της Γεωργίας και διακήρυξε ότι «οι χώρες αυτές θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ» στο μέλλον (NATO 2008), αποτέλεσε σημείο καμπής. Η Ρωσία εξέλαβε αυτή τη δήλωση ως ευθεία παραβίαση του πνεύματος των υποσχέσεων του 1990 και ως απειλή για τη δική της ασφάλεια.