Του Γιώργου Κυριακού
*η οργή που την έλεγαν γαλήνη*
Στη μυριόκαλη πέτρα, στην καρδιά του νοτιά,
στη Μεγάλη Αλεξάνδρεια ένας ψίθυρος - πόνος,
στης μπουνάτσας το χρώμα, στης αλήθειας το κλάμα
“γκασταρμπάιντερ”, φωνάζεις! τώρα δεν είσαι μόνος.
Τα νερά του ανάβαλου τώρα πια σε μιλάνε
κι οι στροφές της ανάγκης στον χορό της ημέρας,
οι πληγές χωρίς καύκαλο ανοιχτές στο φανάρι,
WADI GAZA, τον ξέρεις, ήταν ένας αέρας.
Mare Nostrum πνιγμένοι κι αν δεν είχες ελπίδα,
εσύ λάξεψες βράχους με το βλέμμα ανθρωπίσιο,
στα ποτάμια του χρόνου, στα πηγάδια, στους βάλτους,
Σενεγάλη πατρίδα πως τον κράταγες ίσιο;
“Βλάπτουν (βλέπεις) κι οι τρεις, την Συρία το ίδιο”,
σε σκοτάδι βαθύ PAX ROMANA - σαφώς
πόσο μοιάζουν θαρρώ οι διάττοντες οι λάμψεις,
αργυρώνητοι μάγοι πώς μας κρύβουν το φως;
Αν η πείνα θολώνει για καθάριο ψωμί
Αν την λένε αφέλεια, και σπουδή και ρεγάλο
στη βραχνάδα σου ψάχνω του Θεού τα μεράκια
και του χάρου τα άντερα τώρα δα θα τα βγάλω.
Μα γελάς; τι να πω στον τρατάρη του δίκιου;
θα σε δω στην Κερύνεια να μιλάς στο λιμάνι,
στο καστράκι του Άργους κι από εκεί στο Θολό.
Μα τι άλλο να θέλει της οργής το χαρμάνι;
Ποια πλευρά της σελήνης; ποιο στενό καλντερίμι;
ποια αιτία θα δώσει τη λαλιά στο πουλί;
Ψηλαφίζεις το σύννεφο ούτε αυτό τελειώνει.
Τα κομμάτια σου δίνεις στη μικρή μας αυλή.