*
του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ
Ο κινηματογράφος έχει το προνόμιο να μας εξοικειώνει με το «πραγματικό». Μέσα από τα αναπαραστατικά του μέσα μπορούμε να συναντηθούμε με την πραγματικότητα όπως τη συλλαμβάνουμε διά γυμνού οφθαλμού και να αναγνωρίσουμε στις εικόνες του το αντιληπτικό υλικό της καθημερινού βιώματος τόσο όσον αφορά στην οικεία μας κοινωνική κατάσταση όσο και στην αλλότρια και την πλέον απομακρυσμένη. Τότε χαιρόμαστε για το θαύμα εκείνο όπου η βιωματική μας εμπειρία ταυτίζεται με την κινηματογραφική έκφραση. Είναι ένα «θαύμα» που μας χαροποιεί μιας και βλέπουμε τη ζωή να εκβάλει στην τέχνη ή, αν θέλει κανείς, το αντίστροφο.Ο κινηματογράφος βέβαια υπακούει στους δικούς του νόμους, αποτελεί ένα αυτόνομο επίπεδο· η δραματοποίηση με τις συμπυκνώσεις της και τις μεταθέσεις της, με τις υπερβολές, με τις αφαιρέσεις της αλλοιώνει συνήθως αυτό το αυθεντικό «πραγματικό», το υποβάλλει στη δική του σκοπιμότητα, όχι μόνο αισθητική. Παρά ταύτα, διατηρεί μια πραγματολογική αλήθεια, μας υποβάλλει ένα γνωστικό αντικείμενο από το οποίο κάτι έχουμε να μάθουμε.
Κι αυτό συμβαίνει, βέβαια, όταν η εν λόγω σκοπούμενη πραγματικότητα μας είναι απόμακρη, μας είναι ξένη. Ξένη ήταν, και εξακολουθεί να είναι, για παράδειγμα, η πραγματικότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πέρα από τις επιστρώσεις οριενταλιστικών ψευδαισθητικών φακών του παρελθόντος, πέρα από τις ιδεολογικές και πολιτικές επιχρίσεις τής εν λόγω πραγματικότητας, η Κίνα παραμένει μια άγνωστη. Ο κινηματογράφος της βέβαια, και όχι μόνο, έχει κάνει τελευταία γενναία εξωστρεφή ανοίγματα, το στίγμα της καθημερινής ζωής αυτής της χώρας, η θερμοκρασία του «νεορεαλισμού» της όμως παραμένουν ακόμη για μας πράγματα ανεύρετα, πράγματα που είτε θέλουμε να τα κρίνουμε ή να τα επαινέσουμε (;) θα πρέπει πρώτα να τα γνωρίσουμε πέρα από τους οποιουσδήποτε παραμορφωτικούς φακούς, αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Λιν Ζιανζέ Σύντομη ιστορία μιας οικογένειας, που προβλήθηκε στο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, και τώρα παίζεται στους κινηματογράφους, μάς δίνει την ευκαιρία για μια τέτοια δοκιμή και δοκιμασία, όπου δηλαδή μπορούμε να ανακαλύψουμε τη «χαρά» του πραγματικού παραμερίζοντας (όμως αυτό είναι μόνο σχήμα λόγου) τα πέπλα της κινηματογραφικής αισθητικής. Πράγμα δύσκολο εξάλλου. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια «γης απέραντη, αθάνατη και πρώτη», που έλεγε και ο ποιητής μας, με έναν αχανή χάρτη όπου πρέπει να κατατοπιστούμε και όπου η πολυμορφία (για να μην πούμε η αντίφαση) αποτελεί τον κανόνα. Έχουμε να κάνουμε όμως και με ένα συγκεντρωτικό, ολοκληρωτικό καθεστώς που ευνοεί την ανετότερη κωδικοποίηση κάποιων στοιχείων, ενώ, παράλληλα, με τη λογοκρισία του, αφαιρεί από το βάθος πεδίου εκείνα που δεν ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντά του (δεν λέμε την ιδεολογία του σκοπίμως).