Αυτές τις ημέρες κυκλοφόρησε το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη «Πριν σβήσουν τα φώτα», το οποίο ο συγγραφέας χαρακτηρίζει αυτοβιογραφικό-ιστορικό. Θεωρούμε πως με τα όσα γράφει στην Ενότητα του βιβλίου του με τίτλο «Ήμουν ένας από αυτούς – Αντίσταση – Πολυτεχνείο 1973», έχει παραβεί κάθε μεθοδολογική και δεοντολογική αρχή που πρέπει να διέπει μια προσωπική μαρτυρία.
Εμείς ιστορικοί δεν είμαστε. Βρεθήκαμε όμως για πολλά χρόνια, και κυρίως την εποχή της δικτατορίας, στις τάξεις της ΚΝΕ και του ΚΚΕ. Ως μάρτυρες των συμβάντων και ως συμμέτοχοι, διαπιστώνουμε πως τα ψέματα, οι ανακρίβειες και οι ηθελημένες ασάφειες που περιέχει είναι πολύ περισσότερα από τις (λίγες) αλήθειες. Όλοι μας γνωρίσαμε τον Μ.Α. μετά τη μεταπολίτευση και άρα όποτε μας τοποθετεί σε συναντήσεις μαζί του είναι ανακριβή.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης αναφέρεται σε πολλά και σε πολλούς. Για τα περισσότερα όμως δεν παραθέτει καμία ιστορική πηγή. Κανένα αντικειμενικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει τα λεγόμενά του. Αντί αυτού λειτουργεί ως αδίστακτος κλεπτομνήμων, υφαρπάζοντας αφηγήσεις άλλων που παρουσιάζει δικές του ως προσωπικές μαρτυρίες προκειμένου να δώσει ισχύ στους αναπόδεικτους ισχυρισμούς του. Τσιμπολογάει περιστατικά και φράσεις, τα μεταπλάθει σε διαλόγους, που παραθέτει εντός εισαγωγικών, και τα πλασάρει με τρόπο που να φαίνεται ότι ήταν «αυτόπτης μάρτυς». Και όπου δυσκολεύεται ή δεν έχει υλικό προς απαλλοτρίωση που να τον βολεύει ή θέλει να προσδώσει μεγαλύτερη δραματική ένταση στα λεγόμενά του, καταφεύγει στο ακόμα πιο εξωφρενικό: επικαλείται λόγια που του έχουν δήθεν «εκμυστηρευτεί» ή «εξομολογηθεί» ακριβοί σύντροφοι που από χρόνια δεν βρίσκονται στη ζωή και, φυσικά, δεν μπορούν ούτε να τον διαψεύσουν ούτε να τον επιβεβαιώσουν.
Ο ίδιος υποστηρίζει πως μιλάει για πρώτη φορά ύστερα από 49 χρόνια, προφανώς για να δώσει μια ακόμη δραματική ένταση στη «μαρτυρία» του. Τον διαψεύδει ο εαυτός του. Καθένας που ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει στις πολλές προηγούμενες και έντυπες δημόσιες αφηγήσεις του. Σε αυτές, όπως και στην τωρινή, προσθέτει ή αφαιρεί σκηνές από τον αντιδικτατορικό βίο του ανάλογα με τις πολιτικές ή προσωπικές επιδιώξεις του της στιγμής.