III. Ελλάδα: η αντικειμενική υπόσταση του διεθνισμού…
Χρήστος Νάσιος Δεκέμβρης 1992 - Περιοδικό CONVOY
Η έλλειψη κάποιας δογματικής θέσης για »το εθνικό ζήτημα» οδήγησε πολλούς επιγόνους στην αυθαιρεσία. Για παράδειγμα, προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι στη χώρα μας, οι μεν »διεθνιστές» όχι μόνο διεκδικούν τη θεωρητική τους συνέπεια (με τα συνθήματα, όπως είδαμε, της μαρξιστικής παράδοσης), αλλά έχουν και την ανέλπιστη τύχη(!) να ζουν σε μια χώρα που – κατά τη γνώμη τους – είναι … ιμπεριαλιστική, και επομένως ο διεθνισμός τους είναι όχι μόνο συνεπής, αλλά και επιβαλλόμενος. Από κοντά βεβαίως και οι »εθνικοί» δεν περιορίζονται να ταυτίζουν σε κάθε περίπτωση »εθνικό» και »ταξικό», αλλά δικαιολογούν τις ελληνικές θέσεις τους βαφτίζοντας το ελληνικό κράτος προτεκτοράτο των Μεγάλων Δυνάμεων. Θα είχε ασφαλώς ενδιαφέρον, όχι μόνο θεωρητικό, να γνωρίζαμε τη στάση των μεν »διεθνιστών» στην περίπτωση που η Ελλάδα δεν ήταν ιμπεριαλιστική χώρα, αλλά απειλούμενη, των δε »εθνικών» στην περίπτωση που το προτεκτοράτο γινόταν η »αιχμή του δόρατος» των δυτικών επιδιώξεων και εκδήλωνε ιμπεριαλιστικές ορέξεις…
Εδώ, όπως είναι προφανές, δεν πρόκειται παρά για την προκρούστεια λογική της υπαγωγής της πραγματικότητας στις ανάγκες της θεωρίας. Αλλά έστω κι έτσι, αυτό που μένει είναι η έμμεση έστω αναγνώριση πως οι »αρχές» δεν αρκούν για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Αυτή η »λογική» της υπαγωγής της πραγματικότητας στη θεωρία είχε ως αποτέλεσμα την επιλεκτική πολιτική νομιμοποίηση διαφόρων εθνικών προβλημάτων της χώρας.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα, Αριστερά και Δεξιά πορεύτηκαν χέρι-χέρι… Έτσι, για τους μεν δεξιούς ιστορικά υπήρχε μόνο η »μικρή μας αδελφή» Βόρεια Ήπειρος, ενώ την ίδια ώρα ξεπουλούσαν ξεδιάντοπα την Κύπρο, γιατί μόνο έτσι μπορούσαν να είναι ταυτοχρόνως και αντικομμουνιστές και πιστοί στο δυτικό Κύριο τους. Από την άλλη (αλλά βεβαίως χωρίς να συμψηφίζονται οι ευθύνες…) για τους Δημοκρατικούς και Αριστερούς υπήρχε μόνο η Κύπρος (υπάρχει ακόμη;), ενώ ποτέ κανείς δεν τους έθεσε το ζήτημα των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας της Βορείας Ηπείρου, γιατί μόνο έτσι μπορούσαν να είναι ταυτοχρόνως και αντιιμπεριαλιστές και να μην ενισχύουν τον εγχώριο αντικομμουνισμό.
Να σημειώσουμε εδώ πως ο αντικομμουνισμός στη χώρα δεν ασκήθηκε παρά ελάχιστα από »κοινωνική» ή »πολιτικη» σκοπιά (υπεράσπιση »ελευθεριών», ατομικής ιδιοκτησίας κλπ.). Αντίθετα, κύριο όπλο του υπήρξε η λεγόμενη »εθνικοφροσύνη» (ασφαλώς εθνικοφροσύνη στα λόγια, νεοραγιαδισμός στην πράξη, όπως έδειξε η Ιστορία …).
Εδώ, όπως είναι προφανές, δεν πρόκειται παρά για την προκρούστεια λογική της υπαγωγής της πραγματικότητας στις ανάγκες της θεωρίας. Αλλά έστω κι έτσι, αυτό που μένει είναι η έμμεση έστω αναγνώριση πως οι »αρχές» δεν αρκούν για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Αυτή η »λογική» της υπαγωγής της πραγματικότητας στη θεωρία είχε ως αποτέλεσμα την επιλεκτική πολιτική νομιμοποίηση διαφόρων εθνικών προβλημάτων της χώρας.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα, Αριστερά και Δεξιά πορεύτηκαν χέρι-χέρι… Έτσι, για τους μεν δεξιούς ιστορικά υπήρχε μόνο η »μικρή μας αδελφή» Βόρεια Ήπειρος, ενώ την ίδια ώρα ξεπουλούσαν ξεδιάντοπα την Κύπρο, γιατί μόνο έτσι μπορούσαν να είναι ταυτοχρόνως και αντικομμουνιστές και πιστοί στο δυτικό Κύριο τους. Από την άλλη (αλλά βεβαίως χωρίς να συμψηφίζονται οι ευθύνες…) για τους Δημοκρατικούς και Αριστερούς υπήρχε μόνο η Κύπρος (υπάρχει ακόμη;), ενώ ποτέ κανείς δεν τους έθεσε το ζήτημα των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας της Βορείας Ηπείρου, γιατί μόνο έτσι μπορούσαν να είναι ταυτοχρόνως και αντιιμπεριαλιστές και να μην ενισχύουν τον εγχώριο αντικομμουνισμό.
Να σημειώσουμε εδώ πως ο αντικομμουνισμός στη χώρα δεν ασκήθηκε παρά ελάχιστα από »κοινωνική» ή »πολιτικη» σκοπιά (υπεράσπιση »ελευθεριών», ατομικής ιδιοκτησίας κλπ.). Αντίθετα, κύριο όπλο του υπήρξε η λεγόμενη »εθνικοφροσύνη» (ασφαλώς εθνικοφροσύνη στα λόγια, νεοραγιαδισμός στην πράξη, όπως έδειξε η Ιστορία …).