Γιοσέφ Ελιγιά (1901-1931), ένας λησμονημένος Ελληνοεβραίος προοδευτικός ποιητής
Ο Γιοσέφ Ελιγιά (Ιωσήφ Ηλία Καπούλιας) ήταν Ισραηλίτης Γιαννιώτης (Ρωμανιώτης) ποιητής και μεταφραστής κατά τον μεσοπόλεμο. Γεννήθηκε το 1901 στην Ηπειρώτικη πρωτεύουσα, παρακολούθησε μαθήματα στη φημισμένη σχολή των Ιωαννίνων «Alliance Israelite», απ’ όπου αποφοίτησε το 1918 και στην οποία αργότερα διορίστηκε καθηγητής.
Εκείνη την εποχή αναπτυσσόταν στα Γιάννινα έντονη σιωνιστική δραστηριότητα στους κόλπους της Ισραηλίτικης παροικίας. Το Σιωνιστικό κίνημα της εποχής δεν άφησε ανεπηρέαστο τον Γιοσέφ Ελιγιά, όπως μαρτυρεί το πρώτο του ποίημα «Οι τρεις ραβίνοι».
Συνεργασίες των εφηβικών του χρόνων δημοσιεύονται στο περιοδικό «Ισραέλ» της Εβραϊκής κοινότητας Τρικάλων που εξέδιδαν οι Γ. Γιαγκονέλ και Άσσερ Μωυσής. Είναι η εποχή που ο Γ. Ελιγιά ήταν ένθερμος σιωνιστής και πίστευε ότι οι φτωχοί της Εβραϊκής διασποράς θα διασωθούν μόνον με την ίδρυση του Ισραηλιτικού κράτους στη γη της Παλαιστίνης. Αργότερα, καθηγητής στην «Alliance» εγκαταλείπει τις ιδέες του σιωνισμού και γίνεται υποστηρικτής της αρχής της αφομοίωσης της Ισραηλίτικης διασποράς. Πλέον αρχίζει να μελετά Νέα Ελληνική, Γαλλική φιλολογία και Εβραιολογία. Μετά την απόλυσή του από τον Ελληνικό στρατό το 1921, διευρύνονται οι πνευματικοί του ορίζοντες και αρχίζει μια έντονη κοινωνική δραστηριότητα στην πόλη των Ιωαννίνων. Ανοίγεται στους πνευματικούς κύκλους της πόλης, ενώ δημοσιεύονται ποιήματά του στον «Ηπειρωτικό αγώνα» στον «Κήρυκα» και στην «Ήπειρο».
Μερικά ποιήματα του Γιοσέφ Ελιγιά
(δείτε και ένα μελοποιημένο εδώ):
ΙΗΣΟΥΣ
«Τίποτε μεσ’ την ανθρώπινη ιστορία, δεν μπορεί να ισοφαρίση την αγάπη που Αυτός έχει εμπνεύσει, την παρηγοριά που Αυτός έχει σκορπίσει, την Αρετή πού Αυτός έχει ενθαρρύνει, την ελπίδα και τη χαρά πού Αυτός έχει χαράξει μεσ’ τα ανθρώπινα στήθια…»
“A Jewish view of Jesus”, 1920, του φιλελευθέρου ραββίνου Enelow Hymans
Απόψε ήρθα κι εγώ γλυκέ αδερφέ της Ναζωραίας βάρβαρα πάθη πνίγοντας εντός μου κι άγρια μίση
να κλάψω μπρος σ’ το αιμόφυρτο κορμί της πλέον ωραίας
ψυχής, που έχει ποτέ στον Κόσμο ετούτο ανθοβολήσει.
Της Γαλιλαίας κρίνε σεμνέ, προς το λευκό το φως σου πόσες φορές φτερούγισαν των ταπεινών οι Ελπίδες! πλήθη σταυροί κατάντικρυ στηθήκαν στο δικό σου: δικοί και ξένοι οι Φαρισαίοι, αλί κι οι Σταυρωτήδες.
Δεν είναι ο πρώτος, μήτε κι ο στερνός Εσταυρωμένος
γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φτόνου·
κι όμως η δόξα σου άσπιλη μεσ’ των θνητών το γένος:
Είσαι, δεν είσαι γυιός Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου!...