Οι Φαναριώτες
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Μετά την κατάκτηση της Βασιλεύουσας από τους Οθωμανούς, ένα μεγάλο μέρος της βυζαντινής αριστοκρατίας διέφυγε στο εξωτερικό, ενώ όσοι παρέμειναν είδαν τους αρχικούς τους φόβους για την ζωή και την περιουσία τους να διασκεδάζονται από την πολιτική πρακτική των Οθωμανών. Πράγματι, οι νέοι κατακτητές αφού τοποθέτησαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη στο θρόνο του, αξιοποίησαν τα απομεινάρια της βυζαντινής αριστοκρατίας στην διακυβέρνηση των νέων τόπων, όπου υπερείχαν συντριπτικά οι χριστιανοί. Πολλοί από τους παλιούς άρχοντες, προκειμένου να διατηρήσουν τον πλούτο και τα προνόμια τους, αλλαξοπίστησαν, ενώ όσοι αποφάσισαν να διατηρήσουν την θρησκεία τους αξιοποιήθηκαν στην διοίκηση των χριστιανικών περιοχών, αφού προηγουμένως ορκίστηκαν υποτέλεια στους Οθωμανούς. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος αναφέρει σχετικά: «Αλλά η ανάγκη υποχρέωσε τον Μωάμεθ Β΄ να χρησιμοποιήσει πολλούς Έλληνες στη διαχείριση των πραγμάτων του κράτους. Εκτός από την οργάνωση του στρατού που ήταν δικό τους έργο, οι οσμανίδες αναγκάστηκαν, επειδή ήταν αδέξιοι στην πολιτική διοίκηση, να συνεχίσουν την προηγούμενη διοίκηση, και γι’ αυτό χρειάστηκε να καταφύγουν στην πείρα και την ικανότητα των κατακτημένων».
Στην Πόλη μετά την άλωση παρέμειναν μόλις τέσσερις βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες, αυτές των Παλαιολόγων, των Καντακουζηνών, των Ασάνων και των Ράλληδων. Ο Μωάμεθ Β΄ αμέσως έφερε στην πρωτεύουσα χριστιανούς άρχοντες από την Τραπεζούντα, την Χίο, την Κρήτη, την Πελοπόννησο κ.α. και τους παραχώρησε την περιοχή του Φαναρίου για εγκατάσταση. Έτσι σταδιακά μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα πάνω από τριάντα οικογένειες θα αποτελέσουν τον πυρήνα μιας αριστοκρατικής ελίτ, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Φαναριώτες». Οι περισσότεροι εξ αυτών ασχολήθηκαν με το εμπόριο, αντικαθιστώντας τις ιταλικές ναυτικές δυνάμεις της Βενετίας και της Γένοβας, που απολάμβαναν πλήθος προνομίων επί των Βυζαντινών. Παράλληλα, μετά την εγκατάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι στα 1601, οι Φαναριώτες θα επανδρώσουν τις διοικητικές υπηρεσίες της εκκλησίας, ενώ σταδιακά από τα μέσα του 17ου αιώνα θα προσληφθούν πολλοί εξ αυτών σε διοικητικές θέσεις στον πολυπλόκαμο οθωμανικό γραφειοκρατικό μηχανισμό. Λόγω της μόρφωσης τους γρήγορα θα γίνουν απαραίτητοι στη λειτουργία του αυτοκρατορικού μηχανισμού, ιδιαίτερα σε θέσεις διπλωματών και διερμηνέων. Ο οθωμανικός νόμος απαγόρευε στους Μωαμεθανούς την εκμάθηση οποιασδήποτε γλώσσας των απίστων, οπότε για τις διπλωματικές επαφές με τους Δυτικούς ήταν απαραίτητη η ύπαρξη ικανών διερμηνέων. Αρχικά η Υψηλή Πύλη χρησιμοποίησε στις θέσεις αυτές Εβραίους ή χριστιανούς εξωμότες Πολωνούς ή Ούγγρους, που τους αποκαλούσε απλώς «γραμματικούς», αλλά φαίνεται ότι οι Σουλτάνοι δεν έμειναν ευχαριστημένοι από τις επιδόσεις τους. Η γνώση ξένων γλωσσών καθώς και η δυτικού τύπου μόρφωση των Φαναριωτών τους έκανε απαραίτητους στο διπλωματικό σώμα. Παράλληλα, η διακυβέρνηση των ελληνόφωνων περιοχών των Βαλκανίων απαιτούσε ανθρώπους με άριστη γνώση της ελληνικής.