Σε παλαιότερες εποχές -μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο τουλάχιστον- οι χτίστες είχαν δική τους μυστική «γλώσσα», τα λεγόμενα «κουδαρίτικα»· στο επαγγελματικό λεξιλόγιο των οικοδόμων, «κούδα» σημαίνει πέτρα και «κούδαρης» είναι ο άνθρωπος που ασχολείται με την πέτρα, ο μάστορας, ο χτίστης.
Οι «κουδαραίοι», αφού συγκέντρωναν τα υλικά που ήταν απαραίτητα για τη δουλειά και τη διαβίωση τους, συγκροτούσαν ομάδες εργασίας, τα λεγόμενα «μπουλούκια», «παρέες», «ταϊφάδες» η «τσέτες»·[1] η επαγγελματική αυτή μετανάστευση ξεκινούσε γύρω στις αρχές του Μαρτίου· οι πρωτομάστορες έκλειναν τις συμφωνίες και αναλάμβαναν διάφορα μικρά και μεγάλα οικοδομικά έργα· έχτιζαν σπίτια, εκκλησίες και μοναστήρια, τζαμιά, σαράγια, στρατώνες, αρχοντικά, γεφύρια, φάρους, χάνια, μπεζεστένια, βρύσες, μύλους και λιοτριβιά, σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η ανάγκη να ολοκληρωθούν τέτοιες εργασίες απαιτούσε πολλές φορές την ενασχόληση των μαστόρων με πολλές τέχνες· πολλοί χτίστες ήταν ταυτόχρονα μαραγκοί, ξυλογλύπτες και ζωγράφοι.
Τα περιοδεύοντα οικοδομικά συνεργεία προέρχονταν από άγονα μέρη, ορεινά χωριά και νησιά· κατά κανόνα τα μέλη της ομάδας ήταν συγγενείς μεταξύ τους· πρώτη τους φροντίδα ήταν να εξασφαλίσουν τον επιούσιο άρτο και τη συντήρηση της οικογένειας που άφηναν πίσω. Επικεφαλής της παρέας ήταν ο πρωτομάστορας, συνήθως ο καλύτερος χτίστης ή πελεκάνος· ακολουθούσαν οι πελεκάνοι ή πετροφάηδες (λιθοξόοι), οι μαστόροι, οι νταμαρτζήδες, τα μαστορόπουλα («κουδαρόπουλα» ή «λαγούλια»)· οι μεταφορές γίνονταν συνήθως με μουλάρια. Τον πρώτο καιρό, τα «λασποπαίδια» κουβαλούσαν εργαλεία και πέτρες, μετά μάθαιναν να φτιάχνουν «λάσπη» και αργότερα ανέβαιναν στη σκαλωσιά να διδαχτούν την τέχνη, έως ότου να γίνουν μαστόροι (και «να φάνε κεφάλι πράσο»).[2]
Η ανάγκη να κρύβουν τα μυστικά του επαγγέλματος και η ευνόητη επιθυμία τους να συνεννοούνται χωρίς να τους αντιλαμβάνονται οι εκάστοτε «ξένοι» ώθησε τους χτίστες να δημιουργήσουν μια συνθηματική «γλώσσα» της συντεχνίας, άγνωστη στους πολλούς. Άλλωστε, η συμπεριφορά του κόσμου απέναντι στους μαστόρους ήταν συχνά διφορούμενη και μάλλον αρνητική· οι πετράδες μιλούσαν με πίκρα «για μια περιφρόνηση που συναντούσαν απ’ τους ντόπιους πληθυσμούς. Μάστορας σήμαινε παρακατιανός».[3] Επιπλέον, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και την αρπακτικότητα των ντόπιων Οθωμανών αξιωματούχων.
Τον Οκτώβριο ο δήμαρχος Ιωαννίνων παρά την κατακραυγή διοργάνωσε συνέδριο προς τιμήν του Αλή Πασά.
Παρά τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, της τοπικής κοινωνίας, των
απογόνων των Σουλιωτών, ακόμα και των ιστορικών που συνδιοργάνωναν μαζί
του συνέδριο και εν τέλει δεν μετέβησαν στο συνέδριο, ο δήμαρχος Μωυσής
Ελισάφ επέμεινε μέχρι τέλους. Η ανταπόκριση της τοπικής κοινωνίας
χαρακτηριστική, ελάχιστοι παρακολούθησαν το συνέδριο. Οι μόνοι που
ικανοποιήθηκαν από την τέλεση του συνεδρίου ήταν μάλλον οι πολυάριθμοι
Αλβανοί ιστορικοί που πρόβαλλαν το «έργο» του Αλή Πασά. Ο κος Ελισάφ συνέχισε και τον Νοέμβριο τις προκλήσεις. Την περασμένη Δευτέρα (15-11) συνδιοργάνωσε με την Πρεσβεία του Αζερμπαϊτζάν στην Ελλάδα εκδήλωση προς τιμήν του «Αζέρου» ποιητή Νιζαμί Γκαντζαβί*! Ομιλία μάλιστα εκφώνησε και ο Αζέρος πρέσβης Ανάρ Χουσεΐνοφ και χαιρετισμό απηύθυνε ο δήμαρχος.
Η μέρα που πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση συνέπεσε με το νέο χτύπημα του Αζερμπαϊτζάν στην Αρμενία.
Το Αζερμπαϊτζάν επιτέθηκε στην Αρμενία και προκάλεσε τον θάνατο 15
Αρμενίων στρατιωτών και αιχμαλώτισε άλλους 12. Θυμίζουμε ότι πέρυσι
τέτοια εποχή το Αζερμπαϊτζάν είχε επιτεθεί στην αυτόνομη αρμενική
περιοχή του Αρτσάχ (Ναγκόρνο – Καραμπάχ). Τότε με την αμέριστη βοήθεια
κυρίως της Τουρκίας, αλλά και του Ισραήλ δευτερευόντως και σε συνδυασμό
με την ασυγχώρητη αδιαφορία της Ρωσίας, οι Αρμένιοι ηττήθηκαν και
αναγκάστηκαν στην κοιτίδα του αρμενικού έθνους να ζουν υπό αζερική
κατοχή. Τώρα οι Αζέροι κάνουν ένα ακόμα βήμα και απειλούν την ίδια την
εθνική κυριαρχία της Αρμενίας. Ο δήμαρχος Ελισάφ έκρινε ότι είναι η
κατάλληλη στιγμή για να ξεπλύνει το Αζερμπαϊτζάν, διοργανώνοντας
εκδήλωση για έναν ποιητή του 12ου αιώνα! Με την (κατη)φόρα που έχει
πάρει ο δήμαρχος να περιμένουμε ότι τον Δεκέμβριο θα διοργανώσει
εκδήλωση με το υπουργείο Άμυνας της Τουρκίας για την ασφάλεια στο
Αιγαίο;
“«Ο τόπος μας είναι κλειστός» λέει ο ποιητής. Η Ήπειρος είναι τόπος κλειστός. Ο τόπος είναι κλειστός –οι Ηπειρώτες όχι. Οι Ηπειρώτες είναι σκληροί αλλά έντιμοι. Απότομοι αλλά ειλικρινείς. Μετρημένοι αλλά εργατικοί. Φειδωλοί στα εύκολα λόγια και αφειδώλευτοι στην προσφορά, με παροιμιώδη φιλοπατρία και αταλάντευτη προσήλωση στην διευρυμένη οικογένεια και την οικεία παράδοση.
Ο τόπος μας είναι κλειστός και οι κοινωνίες μας παραδοσιακές -όχι κλειστές. Οι Ηπειρώτες κι οι Ηπειρώτισσες δυσπιστούμε στο καινοφανές αλλά δεν το απορρίπτουμε άκριτα. Όταν αξίζει το δεξιωνόμαστε.
Είμαστε περήφανοι για την καταγωγή μας. Για όλους εκείνους τους γνωστούς και τους άγνωστους συντοπίτες μας, που σε καιρούς δύσκολους σήκωσαν στους ώμους την Πατρίδα με ευεργεσίες κι ατίμητους αγώνες. Νιώθουμε περήφανοι που είμαστε Ηπειρώτες κι Ηπειρώτισσες –κι ας μην αναμετριόμαστε εμείς οι εκριζωμένοι καθημερινά με την βαριά κληρονομιά μας.
Σε μια τέτοια κοινωνία, βαθιά παραδοσιακή, θα περίμενε κανείς να πρωταγωνιστούν οι άνδρες αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που οι Ηπειρώτισσες κέρδισαν επάξια, με τους αγώνες και τις θυσίες τους, άλλοτε την προσοχή κι άλλοτε την ευγνωμοσύνη μας.
Είναι οι μικρομάνες, οι κυράδες που απλόχερα ξόδεψαν τον εαυτό τους στην καθημερινή προσφορά. Αυτή την προσφορά που δεν απαιτεί ατομική προβολή και κοινωνική καταξίωση, που γίνεται από περίσσευμα καρδιάς κι αρχοντιάς.
Τις ξέρουν όλοι οι Ηπειρώτες αυτές τις γυναίκες. Είναι οι μάνες τους, οι αδελφές τους, οι γυναίκες τους, οι θυγατέρες τους. Είναι όμορφα σεμνές αλλά ο λόγος τους κοπίδι. Πρόθυμες, καρτερικές, παραμυθητικές. Πρόσωπα οικεία της αγρύπνιας και της μέριμνας. Πρόσωπα ἀλλοτε πένθιμα κι άλλοτε συγκρατημένα χαμογελαστά, μα πάντοτε αγέρωχα. Σεβάσμιες γερόντισσες, πρόσωπα σχεδόν συμβολικά. Ανύσταχτες συνειδήσεις του τόπου μας και του κάποτε τρόπου μας, με τις ρίζες τους βαθιά μέσα στο χώμα της μικρής μας πατρίδας. Ρωμιές από τις λίγες.
Κι εκτός από καύχημα και βάλσαμό μας οι γυναίκες αυτές γίνονται πού και πού έγνοια μας να μην φανούμε πολύ λιγότεροι από το δικό τους μεγαλείο, ένα μεγαλείο που δεν απαιτεί αλλά δωρίζεται”.
Ένα τέτοιο μεγαλείο κι ένα τόσο μεγάλο δώρο μας πρόσφεραν οι γυναίκες της Ηπείρου, τότε που ο βίος δεν ήταν φιλοτομάρης, αγωνιζόμενες να μην μαγαριστεί το ψωμί που τάιζαν τα παιδιά τους. Αυτές ήταν που ζαλικώθηκαν όχι μόνο το βάρος του αγώνα, αλλά και το βάρος της ορφάνιας, της χηρείας και τις αγκούσες μιας ζωής που ποτέ δεν βλαστήμησε την φτώχεια της.
Ετούτες είναι που μέσ’ στα σκοτεινά έδειξαν το δρόμο της Ελευθερίας, ετούτες είναι που απελπίσαν την απελπισιά «στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντήλι τους».
Ετούτες είναι που στο καθάριο βλέμμα τους ξεπλένουμε τις δειλίες της άκαπνης ζωής μας.
Κι είμαστε πολλά υπερήφανοι, όχι επειδή τα τίμια χέρια τους κάποτε χάιδεψαν τις κεφαλές μας, αλλά που ορμηνεμένοι από τις μανάδες μας προλάβαμε να τους τα φιλήσουμε.
Ώρα καλή κυράδες της κολοβής πατρίδας μας και της υποθηκευμένης ελευθερίας μας.
στον Χρήστο Μποκόρο που κατέχει τις στοιχειώδεις λέξεις
Η συλλογή διηγημάτων ολούθε ξένος είναι ένα εφταμηνίτικο, ένα πρόωρο, βιβλίο. Αλλιώς τα είχα λογαριασμένα κι αλλιώς μου ήρθαν πάλι. Τα έφεραν έτσι οι περιστάσεις κι εκδόθηκε πριν τον προγραμματισμό του. Γι’ αυτό και δεν χώρεσαν σ’ αυτό δυο-τρία ακόμη διηγήματα, που δεν είχα ούτε τον χρόνο ούτε το κουράγιο να τ’ αποσώσω.
Κι ας μη με δυσκόλεψε καθόλου η συγγραφή. Όλα τα κείμενα γράφτηκαν μονανεπνιάς. Μια κι έξω. Άλλωστε δεν υπάρχει και πολύ μυθοπλασία σ’ όλα αυτά. Οι ιστορίες μου ήταν δεδομένες. Εκείνο που με δυσκόλεψε είναι η έγνοια στα περισσότερο «ηπειρώτικα» από αυτά να μην τα βαρύνω με πραγματολογικά στοιχεία που ίσως να ήταν και χρήσιμα σε αρκετούς αλλά οπωσδήποτε θα υπονόμευαν την αφήγηση με το πληροφοριακό περιεχόμενό τους και, κυρίως, ο μεγαλύτερος παιδεμός μου ήταν να μην προδώσω την φωνή εκείνων που μετέρχονται ένα ξεχωριστό ιδίωμα, ένα ιδίωμα όμως που δεν μου είναι τόσο οικείο όσο θα ήθελα.
Και δεν μου είναι οικείο, διότι τα «ηπειρώτικα» δεν η μητρική μου λαλιά. Στις γειτονιές της Αθήνας μεγάλωσα και σ’ ένα περιβάλλον που οι ντοπιολαλιές είχαν εξοβελιστεί από την καθημερινότητα. Οι άνθρωποι την δεκαετία του ’70 έκρυβαν την καταγωγή τους κι αλλοίωναν την φωνή τους. Λίγοι αυτοπροαίρετα και πολλοί αναγκασμένοι από τον κυρίαρχο πρωτευουσιάνικο νεοπλουτισμό. Ευτυχώς όμως οι Κυριακές κι οι σχόλες μας ήσαν γεμάτες από συγγενείς και φίλους που ξέδιναν την πίεση και την καταπίεση της εβδομάδας στα μωσαϊκά. Κι όλα αυτά πολλές φορές χωρίς πικάπ! Με το στόμα. Όχι με σπασμένες λέξεις αλλά με σπασμένες φωνές. Και κοντά σ’ αυτά κάθε τόσο πολυήμερες διακοπές στα χωριά. Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι. Τα έχω ξαναπεί αυτά και γίνομαι περίπου γραφικός αλλά –πώς να γίνει– πριν προκόψουμε τόσο πολύ υπήρχαν και γιορτές στις ζωές μας. Υπήρχαν επίσης παππούδες και γιαγιάδες που ή δυσπιστούσαν ή και διαισθάνονταν την καλπιά μιας ζωής που βιαζόταν να οχυρωθεί πίσω από τις ολοκαίνουργιες οικοσκευές της. Στενεύονταν πολύ οι γέροντες όταν τους φέρναμε στην Αθήνα. Σκόνταφταν σε ντουβάρια δίχως μνήμη και σε δωμάτια δίχως απόντες. Δυσκολεύονταν επιπλέον που δεν καλημερίζονταν οι άνθρωποι. Κυριολεκτικά δεν είχαν τόπο να σταθούν.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, είχα την τύχη και την ευτυχία να φιλοξενηθώ σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Θεσπρωτίας. Φορτισμένος και πλούσιος συναισθηματικά τόπος, η Ήπειρος. Σφηνωμένα τα χωριά, μέσα στην πέτρα και στην οργιώδη φύση. Αλλά και βαπτισμένα, όχι μόνο στο φαντασιακό, αλλά και στο πραγματικό ιδίωμα της ελληνικής ιδιοπροσωπίας που παλεύουμε να τη φέρουμε στα τωρινά μέτρα μας, ως ανανέωση του συνολικού βίου μας.
Προσφέρει ακόμα την ευκαιρία –ειδικά στα ορεινά της– να αλλάξεις το δυτικό φόρεμα του τουρίστα με εκείνο του «ντόπιου» παραθεριστή, καθώς βιώνεις εντός του ελληνικού θέρους, την κληρονομιά και την παράδοση. Το φιλόξενο σπίτι, την ευγένεια και την περιέργεια του ντόπιου να σε γνωρίσει, το καφενείο και το κέρασμα ως καλωσόρισμα και μύηση στην εντοπιότητα και σε μια κυκλική οικονομική δημοκρατία!
Είχε πένθος το χωριό από πέρυσι. Πένθος συλλογικό, κοινοτικό. Ήρεμο, βουβό, με σεβασμό στο νέον άνθρωπο που πέθανε ξαφνικά σε ξένα μέρη και το χωριό μέσα σε μια ώρα είχε μαζέψει το ποσό για τη μεταφορά του στην πατρίδα. «Μην περιμένεις πανηγύρια και χορούς φέτος», «είναι φρέσκο ακόμα το κακό». Συνέχιζαν ταυτόχρονα οι άνθρωποι τη ζωντάνια της καθημερινότητας, ως οφειλή στη ζωή και στη συνέχεια. Το χωριό δεν οργάνωσε γιορτή της Παναγίας για τον λόγο αυτό. Αλλά ποιος νοιάζεται για πανηγύρια, όταν αυτή η σύνθετη τελετουργία του πένθους γλυκαίνει με τον σχεδόν μεταφυσικό τρόπο της την ψυχή σου;
Η μικρή ανθρωπολογική κλίμακα είναι παρούσα σε τέτοια μέρη. Η αρμονία ανθρώπου και φύσης. Την οποία, τα ογκώδη και οξύθυμα οχήματα της ιταλικής εταιρείας γεωτρήσεων, που πληγώνουν βουνά, χωράφια και λόγγους εδώ και μήνες, προσπαθούν να την ξεριζώσουν. Τα είδαμε αυτά τα φορτηγά να περνούν μπροστά από την πλατεία με τα πλατάνια. Και να βεβηλώνουν, αυτάρεσκα και άξεστα, την πλούσια σε λόγια, πειράγματα, σχέσεις και ιστορίες, μεσημεριανή «ραθυμία» μας, με την οποία όλο το χωριό γινόταν ένα λυτρωτικό, συμβιωτικό «εμείς».
Όσες φορές κλήθηκε ν’ απαντήσει ποια απ’ τις χιλιάδες φωτογραφίες του είναι η καλύτερη, η απάντησή του είναι κατηγορηματική και πάντα ίδια:
«Το ’χω πει κι άλλες φορές, ως τέτοια φωτογραφία μου θεωρώ αυτή με του φτωχού τ’ αρνί. Την τράβηξα στο παζάρι των Ιωαννίνων τη Μεγάλη Εβδομάδα, το 1963. Αυτές τις μέρες κατέβαιναν οι χωρικοί απ’ τα χωριά τους κάνοντας και πέντε ώρες δρόμο, μ’ ένα αρνί στην πλάτη, για να το πουλήσουν και με τα χρήματα να πάρουν κάτι για τα παιδιά τους. Οι αστοί κάτω, τους άφηναν και κατέρρεαν απ’ την πείνα και την κούραση και κοίταζαν να τους τα πάρουν στο τέλος όσο όσο. Πέτυχα αυτόν τον αποκαμωμένο άνθρωπο, ακριβώς την ώρα που το παζάρευε. Του ’δωσε ένα κατοστάρικο ο αγοραστής, “έλα και πολλά σού δίνω, δώσε μου ρέστα ένα τάλιρο” και η απάντηση του δυστυχή: “Πού να το βρω, άνθρωπέ μου” και αποχωρίζεται με τόσο πόνο το αρνί του, κοντεύοντας να κλάψει…»
"Αυτή η γυναίκα κατεβαίνει απ’ τ’ Άγραφα για να δουλέψει τον χειμώνα στα πορτοκάλια και τις ελιές κάτω στον κάμπο έχοντας το παιδάκι της και το γουρούνι της και παλεύοντας με την πέτρινη μοίρα τους. Αυτή η γυναίκα είχε να περπατήσει κάπου 80-90 χιλιόμετρα. Φανταστείτε πού θα έμενε το βράδυ, πού θα ζούσε, τί θα έτρωγε… Για μια στιγμή την είδα να γυρίζει πίσω στο παιδάκι και να του λέει: Μαργώνεις, καμάρι μου;, δηλαδή κρυώνεις; Κι όμως είναι αυτός ο κόσμος που κράτησε με πείσμα στον τόπο τη ζωή”.
Σχόλιο του Έλληνα φωτογράφου Κώστα Μπαλάφα, για την φωτογραφία που φαίνεται στ᾽οπτικοακουστικό.
Ο Αμερικανός μουσικολόγος Christopher King είναι ένας από τους
σημαντικότερους συλλέκτες δίσκων 78 στροφών στον κόσμο. Όταν ανακαλύπτει την μουσική της Ηπείρου, η ζωή του αλλάζει δραματικά. Το «Ὅσον ζῇς, φανού» δανείζεται τον τίτλο του από την αρχαιότερη γραπτή μουσική του κόσμου - ένα μοιρολόι χαραγμένο σε επιτύμβια στήλη στην Μικρά Ασία - και ανοίγει ένα παράθυρο στην μεγαλειότητα της Επειροτικής τέχνης και της συλλογικής της εμπειρίας.
Της Αμάντα Πέτρουσιτς από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 16 που κυκλοφορεί σε περίπτερα και βιβλιοπωλεία
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1926, ο Έλληνας βιολιστής Αλέξης Ζουμπάς ηχογράφησε ένα από τα πιο στενόχωρα μουσικά κομμάτια που έχω ακούσει ποτέ. Το τραγούδι, με τίτλο «Ηπειρώτικο Μοιρολόι», είναι ένα πεντατονικό μοιρολόι που για χιλιετίες τραγουδιέται δίπλα σε φρεσκοσκαμμένους τάφους στην Ήπειρο, αυτό το άγριο κομμάτι γης στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Η εκτέλεση του Ζουμπά είναι λίγο περισσότερο από τέσσερα λεπτά, χωρίς φωνή, και ως επί το πλείστον αυτοσχεδιαστική, κι έγινε συνοδεία κοντραμπάσου από κάποιον άγνωστο μουσικό. Ο Ζουμπάς ήταν τεχνικά εξαίρετος μουσικός –κάποιος θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει βιρτουόζο–, αλλά το πραγματικό του ταλέντο ήταν η ικανότητά του να αρθρώνει με απόλυτη εκφραστικότητα την αποσύνθεση. Υπάρχει μια απτή υστερία στο παίξιμό του, κάθε νότα τρέμει, λες κι ο βιολιστής έχει προσφάτως υποστεί κάποια συναισθηματική κατάρρευση αγνώστου μεγέθους. Άραγε, ποιός ή τί τον σημάδεψε τόσο άσχημα; Το 1941 η γυναίκα του, τουλάχιστον η μία από τις κόρες του και δύο εγγόνια του σκοτώθηκαν σε αεροπορικές επιδρομές του Άξονα, αλλά τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα 15 χρόνια μετά την ηχογράφηση. Την εποχή που ηχογράφησε το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» ήταν ήδη Αμερικανός πολίτης από δεκαεξαετίας. Είχε σχετική επιτυχία ως μουσικός, έχοντας ηχογραφήσει αρκετές δεκάδες δίσκους 78 στροφών (είτε ως σόλο καλλιτέχνης, είτε συνοδεύοντας κάποιους δημοφιλείς Έλληνες τραγουδιστές) κι έτσι μπόρεσε να επιστρέψει στην Ήπειρο το 1928 για τον γάμο μας κόρης του. Το αφήγημα του τραγουδιού είναι σαφές –η απώλεια–, αλλά λείπουν όλες οι υπόλοιπες λεπτομέρειες.
Το κλαρίνο κεντούσε μουσικά σιρίτια με χρυσές κλωστές πάνω σε βελουδένιες ποδιές.
Το ακορντεόν κελάηδιζε, γουργούριζε και άλλοτε παιζογελούσε
και το ντέφι είχε βρει τους σφυγμούς στους καρπούς των χεριών της ομήγυρης και χτυπούσε με τον ρυθμό της καρδιάς μας.
Στην Ήπειρο ακόμη και ο γάμος ξεκινάει με μοιρολόι...
( του Κώστα Γεωργουσόπουλου)
Τα συναισθήματα δεν είναι σαν τα νομίσματα, παλαιάς και νέας κοπής. Δεν διαφέρει το πένθος, ο ενθουσιασμός, η οργή και η επιείκεια είτε κατοικείς σε παλάτια ή καλύβια είτε ευρίσκεσαι σε εποχές συρράξεων ή ημέρες συγκομιδής και περισυλλογής. Ο πόνος είναι πόνος, η χαρά χαρά. Ίσως να διαφέρουν τα μέσα, οι μόδες, ίσως οι εντάσεις να είναι διαφορετικές, ίσως να επιστρατεύονται, ανάλογα με τις συνθήκες, άλλα κουράγια. Ο πόνος, το πένθος, η απελπισία μπροστά στον θάνατο αγαπημένων προσώπων δεν άλλαξε ως βίωμα, ως τραύμα, ως εγκαυστική. Απόδειξη οι θρήνοι, στον Όμηρο, στους τραγικούς, στους ρομαντικούς, στους ρεαλιστές, στους συμβολιστές ακόμη και στους υπερρεαλιστές δημιουργούς. Θα έλεγα μάλιστα πως όσο οι συνθήκες του βίου περιορίζουν τις δυνατότητες να εκδηλωθεί, να εκφραστεί, να σκιστεί το συναίσθημα, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η ένταση.
Παλιότερα, κι όχι μόνο στην ύπαιθρο χώρα και στα μικρά μέρη, αλλά και στην πρωτεύουσα και έως πριν από λίγα χρόνια στις «επαρχίες» της Αθήνας, τον νεκρό μας τον ξενυχτούσαμε στο σπίτι, στο κεντρικό δωμάτιο, από εκεί τον κηδεύαμε και επιστρέφοντας από την ταφή επιστρέφαμε (ομηρικότατα) και στη ζωή δειπνώντας με κοινό δείπνο, όπου συγγενείς, γείτονες, φίλοι προσέφεραν σε έρανο τα φαγητά τους. Αυτός ο Νεκρόδειπνος (έχει μνημειωθεί από τον Σικελιανό και τον Σινόπουλο) λεγόταν κατά περιοχή «Μακαριά» ή «Παρηγοριά». Τώρα ο νεκρός μας ξενυχτάει μόνος σ' ένα ψυγείο νεκροτομείου και η «παρηγοριά» έχει συρρικνωθεί σε τυποποιημένο καφέ, παξιμαδάκι, κονιάκ που προσφέρεται στο κυλικείο του Νεκροταφείου και συνήθως οι πενθούντες διά του Τύπου δηλώνουν ότι δεν θα δεχτούν «συλλυπητηρίους επισκέψεις». Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μήπως μειώθηκε το πένθος, η απελπισία για την απουσία των προσφιλών; Όχι, αντίθετα, γίνονται σχεδόν αφόρητα και συνήθως καταλήγουν οι άνθρωποι στον ψυχίατρο, στην κατάθλιψη και στη μελαγχολία. Σ' αυτό οδήγησαν οι συνθήκες του βίου, η τυραννία του μεροκάματου, η στενότητα του χώρου (πώς θα κατεβεί το φέρετρο από τον 5ο όροφο μια και δεν χωράει στο ασανσέρ;!), το σκόρπιο σε μεγάλες αποστάσεις συγγενολόι αλλά και οι εργαζόμενοι σύνοικοι, που δεν γνωρίζουμε ούτε ποιοι είναι, που οι θρήνοι και η συρροή σε ώρες κοινής ησυχίας τούς ενοχλούν και συχνά καλούν την Αστυνομία!
Και τα γλέντια;Παλιότερα σε γιορτάδες μέρες ή σε επετείους και ονομαστικές εορτές, σε γάμους και βαφτίσια στις αυλές, στα τρίστρατα ή στα αλώνια στρώνονταν τραπέζια, βράζανε καζάνια, καλούσαν κομπανίες και κάθε μεγάλος ή μικρός χώρος γινόταν χοροστάσι, πανηγύρι, μέγα επικοινωνιακό γεγονός με απόλυτη συναισθηματική φόρτιση. Σπονδή στον Διόνυσο και ξόρκι του θανάτου. Μπορεί να κλειστεί το γλέντι στα στενά, τσιμεντένια κλουβιά όπου μετοικήσαμε; Προσπάθειες εξόδου γίνονται με τις συνεστιάσεις συμπατριωτών, συντεχνιών, συναδέλφων ή καλεσμένων φίλων σε οργανωμένους χώρους διασκεδάσεως. Ακραία μορφή εξομοίωσης γλεντιού, αυτά τα νέα εφευρήματα, τα διάφορα «Κτήματα» όπου προσομοιώνεται ο χώρος με χωριό, πανήγυρη, αυλή κ.λπ.
Κι όμως, η λαχτάρα των ανθρώπων να απεκδυθούν από τις πιεστικές καθημερινές μέριμνες, από την καταθλιπτική τυραννία της εργασιακής επανάληψης, τους οδηγεί, έστω κατά τρόπο συναισθηματικής σκηνοθεσίας, να γλεντήσουν μέσα σε χώρους στενούς, αστικούς και να φαντασιωθούν τον αρχαίο τρόπο διονυσιακής εορτής.
Μου συνέβη πρόσφατα. Βρεθήκαμε καλεσμένοι σε σύγχρονο μεγαλοαστικό διαμέρισμα σε υψηλό όροφο προαστίου της Αθήνας, πανεπιστημιακοί, δάσκαλοι, δικαστές, δικηγόροι, συνθέτες - τραγουδιστές, συγγραφείς και φοιτητές, ηλικιακό φάσμα με άνυσμα πενήντα χρόνια. Προέλευση Μωραΐτες, Ρουμελιώτες, Ηπειρώτες. Ο πυρήνας, οι τελευταίοι και οι οικοδεσπότες. H βραδιά ξεκίνησε τυπικά, ως συνήθως. Σκόρπιες παρέες στις διάφορες διαμορφωμένες γωνιές του ευρύχωρου σαλονιού. Οι τυπικές αναγνωριστικές συζητήσεις για να σπάσει ο πάγος, να βρεθούν κοινά ενδιαφέροντα, να αναζητηθούν ευθείς και πλάγιοι δεσμοί, μακρινοί γνώριμοι, φοιτητικές παρέες, συμπεθεριά συγγενών και τα γνωστά. Σ' ένα μικρό δωμάτιο, δίπλα στο σαλόνι, τρεις άγνωστοι και ξεμοναχιασμένοι άντρες έπιναν ουζάκι και τσιμπολογούσαν μεζεδάκια.
Ωσπου ήρθαν τα φαγητά. Από έμπειρα χέρια νοικοκυράς, ηπειρώτικες γεύσεις, πίτες, κρέατα, τυριά, ορεκτικά και κόκκινο κρασί. Τα πηγαδάκια συγκεντρώθηκαν σε δύο εστίες, σε δύο κοινές τράπεζες. Το κρασί έρρευσε, λύθηκαν οι γλώσσες. Και τότε το θαύμα συντελέστηκε. Οι τρεις περίεργοι επισκέπτες του διπλανού δωματίου στρώθηκαν ανάμεσα στα δύο τραπέζια, άνοιξαν τους σάκους τους και αποκάλυψαν τον ρόλο τους. Ένα κλαρίνο, ένα ακορντεόν, ένα ντέφι. Κι άρχισε το γλέντι και άστραψε η μουσική. H ηπειρώτικη, στην πραγματικότητα η βορειοηπειρώτικη, κομπανία από το Αργυρόκαστρο μπήκε μέσα στο στενό τσιμεντένιο μεγαλοαστικό φρούριο και το ανατίναξε. Το σαλόνι σε λίγα λεπτά, όταν ο πρώτος «σκάρος» πλημμύρισε την ατμόσφαιρα, μετατράπηκε σε πλατύ αλώνι, σε χοροστάσι, σε εσωτερική αυλή μοναστηριού μέρα πανηγυριού. Τα αυστηρά έπιπλα μέσα στην αχλύ των μουσικών κλιμάκων έγιναν στασίδια, βραχάκια, θημωνιές, κρασοβάρελα, σούστες, χράμια, βελέντζες, κιλίμια. Κάπου είχες την ψευδαίσθηση ότι καμάρωνε ο αργαλειός, πιο πέρα το πιθάρι με τα παστά, οι κάδοι με τις τσακιστές ελιές, οι πολυέλαιοι μετατράπηκαν ξαφνικά σε πάτερα απ' όπου κρέμονταν μάτσα με χαμομήλια, ρίγανη, τσάι του βουνού και πιο πέρα αρμαθιές σκόρδα, κρεμμύδια, ξερά σύκα, λουκάνικα.
Ναι, η μουσική ξυπνούσε στους αλλοτριωμένους λόγιους, επιστήμονες και στους εξόριστους στο άστυ συγγραφείς και συνθέτες το ρίγος του βυθού, τη ναρκωμένη μνήμη.
Το κλαρίνο κεντούσε μουσικά σιρίτια με χρυσές κλωστές πάνω σε βελουδένιες ποδιές. Το ακορντεόν κελάηδιζε, γουργούριζε και άλλοτε παιζογελούσε και το ντέφι είχε βρει τους σφυγμούς στους καρπούς των χεριών της ομήγυρης και χτυπούσε με τον ρυθμό της καρδιάς μας.
Στην Ηπειρο ακόμη και ο γάμος ξεκινάει με μοιρολόι, λες και αυτός ο εδραίος λαός (οι αρχαίοι Σελλοί, οι εδραίοι, οι αυτόχθονες, από όπου και η Ελλάς αργότερα) έκανε γλέντι, τραγούδι και χορό την ηρακλείτεια διαλεκτική, όπου ζωή και θάνατος, πένθος και χαρά, ύπνος και ξύπνιο, γηρατειά και νιάτα, μέρα και νύχτα είναι το ίδιο, το ένα περιέχεται μέσα στο άλλο, παλίντονος αρμονία.
Από τις αρτηρίες στον ρυθμό
Οι τρεις δεξιοτέχνες χειριζόμενοι τους δρόμους τους μουσικούς μεθοδικά, συστηματικά, με την αρχαία σοφία που κουβαλάνε γνωρίζουν πως σιγά-σιγά μπαίνοντας στις αρτηρίες, ακολουθώντας τις παλινδρομήσεις του αίματος, φτάνουν στην καρδιά και επιταχύνουν τους παλμούς της και οι παλμοί κινητοποιούν προς τον εγκέφαλο τις φυσαλλίδες του αλκοόλ και εκείνο μεθάει τα κύτταρα του εγκεφάλου και στέλνει μηνύματα στα πόδια και τα πόδια μπαίνουν στον ρυθμό και ο ρυθμός οδηγεί τα βήματα στον χορό.
Ετσι όλοι οι πριν από λίγο συγκρατημένοι, ευπρεπείς, πολιτισμένοι συνδαιτυμόνες πετάνε τα σακάκια, τις γραβάτες και με τα πουκάμισα έξω από το παντελόνι και οι γυναίκες χωρίς τα ψηλοτάκουνα, χεραγκαλιά, τελούν τους βαθύρριζους αργούς στην αρχή κύκλιους χορούς πρώτα της Ηπείρου και ο δεξιοτέχνης του ντεφιού τραγουδά και το κλαρίνο χτίζει ξερολιθιές πυρσογιαννίτικες με τις νότες και το ακορντεόν, άλλοτε ειρωνεύεται και άλλοτε χαριεντίζεται ενώνοντας Ανατολή και Δύση, Βαλκάνια και Τυρρηνικό Πέλαγος.
Το παν οργά και ο Διόνυσος στο κέντρο του χορού μαίνεται.
Για λίγες ώρες το μεγαλοαστικό σαλόνι έγινε αλώνι, ορχήστρα σατυρικού δράματος, πασχαλινό αναστάσιμο τσιμπούσι. Ω, έπεσαν και παραγγελιές, έπεσε και χαρτούρα και οι μουσικοί, ενώ είχαν προς το ξημέρωμα μαζέψει τα όργανά τους, επέστρεψαν γιατί η βαθιά χαρμολύπη κάποιου γλεντιστή επεθύμησε (πριν ξαναφορέσει το προσωπείο του επαγγέλματος σε λίγες ώρες) ένα βαρύ μοιρολόι. Έτσι όπως το ένιωσε το όλον πράγμα ο Μακρυγιάννης, που τραγουδώντας ένα βαρύ θλιβερό τραγούδι είπε πως «είχε κέφια»!
Ευχαριστούμε πολύ τον Πρόεδρο της Δημοτικής Ενότητας Νήσου Ιωαννίνων Κύριο Άρη Λιούμπο.
Ευχαριστούμε πολύ για την πολύτιμη βοήθεια τον λεμβούχο Πέτρο Ματσούκη.
Οι Up Drones κατάγονται από την πόλη των Ιωαννίνων και εύχονται αυτό το βίντεο να σας ταξιδέψει στην πιο όμορφη πόλη της Ελλάδας
Σκοπός της ομάδας Up Drones είναι η προβολή και ανάδειξη της Ελλάδας. Της ομορφότερης χώρας του κόσμου και για αυτό τον σκοπό ταξιδεύουμε αφιλοκερδώς και κινηματογραφούμε από αέρος της γνωστές και άγνωστες ομορφιές της χώρας μας.
-Αναβίωσε ένα μοναδικό έθιμο στο Γηρομέρι Φιλιατών-
-Ρίγη συγκίνησης στο νεκροταφείο
-Για το έθιμο μίλησαν στην κάμερα του epirus-tv-news ο κ.Λέλης Γρηγόρης ,εκπρόσωπος της Τοπικής Κοινότητας Γηρομερίου και ο κ.Παναγιώτης Ντούρος ,δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω,γεννημένος στο Γηρομέρι Φιλιατών.
-δείτε το βίντεο
Ενα συγκινητικό έθιμο αναβίωσε σήμερα Δευτέρα του Πάσχα στο χωριό Γηρομέρι Φιλιατών Θεσπρωτίας.
Διασχίζοντας είκοσι λεπτά το παλιό και κατεστραμμένο πλέον Πάρκο της Πέρδικας στην Θεσπρωτία συναντάς το Γεφύρι του Αη Θανάση να στέκει επιβλητικό ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους που το περιβάλουν.
Μετά από ένα ξέφωτο και ένα μονοπάτι καλυμμένο από φύλλα βελανιδιάς που σχημάτιζαν φυσικό χαλί, μέσα Οκτωβρίου βρήκαμε το Γεφύρι της Γκούρας στην κοινότητα Λιά Θεσπρωτίας.
Το γεφύρι της εκκλησίας βρίσκεται στο ακριτικό χωριό Τσαμαντάς λίγο πριν την κεντρική πλατεία κριμένο καλά μέσα στις φυλλωσιές της περιοχής.
Ρωτήσαμε τον, βραβευμένο με Grammy, Christopher King που επιμελήθηκε τη συλλογή “Why the Mountains Are Black?”, η οποία κυκλοφορεί στη δισκογραφική του κάποτε ½ των White Stripes. Ναι, περιέχει πρώιμες ηχογραφήσεις δημοτικών της περιόδου 1907-1960!
09.03.2016
Εικονογράφηση: Κατερίνα Καραλή
Υπάρχουν άνθρωποι που παίζουν μουσική μακριά από τα φώτα. Υπάρχουν άλλοι που ακούνε μουσική, την οποία τα φώτα ποτέ δεν πλησίασαν. Υπάρχουν κάποιοι που τα κάνουν και τα δύο, γιατί τους το επιβάλλει κάτι ανεξήγητο μέσα τους από το οποίο ούτε μπορούν αλλά ούτε θέλουν να ξεφύγουν. Ένας απ’ αυτούς είναι ο -μεταξύ άλλων βραβευμένος με Grammy- μουσικός παραγωγός Christopher King. Παρά το σπουδαίο βιογραφικό του (εδώμπορείτε να μάθετε και να δείτε περισσότερα γι’ αυτόν τον τύπο που είναι μανιώδης συλλέκτης, μουσικογραφιάς, μηχανικός ήχου), ίσως να μην ακούγαμε ποτέ γι’ αυτόν.
Ο Christopher King στην Ήπειρο, με τον δεξιοτέχνη του κλαρίνου Γιάννη Χαλδούπη
Κι όμως πριν λίγο καιρό, το ένα μετά το άλλο όλα τα έγκυρα μουσικά sites του εξωτερικού, άρχισαν να δημοσιεύουν ιστορίες για μια «εξωτική» συλλογή με τίτλο Why The MountainsAre Black. Την οποία επιμελείται ο King για λογαριασμό της Third Man Records, της δισκογραφικής εταιρείας που έστησε ο Jack White το 2001 για να κυκλοφορεί τους δίσκους του με τους White Stripes, Raconteurs, Dead Weather, αλλά και δουλειές άλλων καλλιτεχνών με τελευταίον τον μαέστρο Ennio Morricone και το score που έγραψε για το Hateful Eightτου Tarantino.