Χάρης Φεραίος
Αναφέρεται ο γράφων αφενός στον 6ο π.Χ. αιώνα, όπως και στον 6ο επίσης μ.Χ. όμως αιώνα αφετέρου, ως τους δυο αιώνες, που σηματοδοτούν, όχι βέβαια την γένεση, αλλά την δ ι α σ ά φ η σ η ως περιεχομένου, και την αποκρυστάλλωσή τους ως αισθητική μορφή, δυο εκ τών πολιτισμών, που «το τών Ελλήνων γένος», (καθώς ο Ισοκράτης το αποκαλεί) παρήγαγε, γέννημα βεβαίως «ελληνικού τρόπου». Τρόπου, δηλαδή, τού βίου, και ύπαρξης αλλά και συνύπαρξης κοινωνικής, κατά την ρήση τού Ηράκλειτου πάντα.[1] Αναφέρεται δε ειδικά ο γράφων, στους δυο ελληνικούς πολιτισμούς, τον Κλασικό αφενός, και τον (καλούμενο) Βυζαντινό αφετέρου, που σηματοδότησαν την πρώτη χιλιετία προ Χριστού ο πρώτος, και την πρώτη επίσης χιλιετία μετά Χριστόν ο δεύτερος.
Όπως ήδη, και κατ’ επανάληψη, είπαμε, η, που προκάλεσε «αιφνιδιασμό», εκπληκτική παρουσία, ως λαμπρού μετέωρου, τού Ομήρου τον 8ο π.Χ. αιώνα, ήτανε στην πραγματικότητα ο προάγγελος τής γένεσης νέου, τρίτου ειρήσθω, ελληνικού πολιτισμού, τού Κλασικού. Που, σημειώνω, εμφανίστηκε ως σύνθεση τών δυο προηγηθέντων πολιτισμών, Μινωικού και Μυκηναϊκού, δεδομένου ότι εκείνοι είχαν βεβαίως συμπληρώσει πια τον «κύκλο τους», αν επιτρέπεται η έκφραση. Ακριβέστερα, είχαν «τελειώσει» (με την αρχαία έννοια τού όρου, τής τελείωσης) την πολιτισμική προσφορά τους.