Γιώργος Γρηγορίου
Κείμενα, Χρήστος ΓιανναράςΧρήστος Γιανναράς και Ζαν- Λυκ Μαριόν.
Δύο συγγενείς πορείες, δύο ανάλογες αντιδράσεις
Χρήστος Γιανναράς. Από τον «θάνατο του Θεού» στην αποφατική θεολογία
Για τον Χρήστο Γιανναρά ο Φρειδερίκος Νίτσε (Friedrich Nietzsche) υπήρξε ο φιλόσοφος-προφήτης της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας[1]. Είχε το χάρισμα της πρόβλεψης και της προαγγελίας. Διακρινόταν για την οξυμμένη αντιληπτικότητά του και είχε τη ικανότητα της οξυδέρκειας. Στο βιβλίο του Η θέληση για δύναμη (Der Wille zur Macht), το 1887, σημειώνει ο Γιανναράς, ο Γερμανός φιλόσοφος εκθέτει το δικό του αφήγημα για την επερχόμενη ιστορία των δύο επομένων αιώνων. «Περιγράφω», αναφέρει εκεί, «αυτό που έρχεται και νομοτελειακά θα συμβεί. Περιγράφω την ανάδυση του μηδενισμού· ενός μηδενισμού που αποδίδω στον Χριστιανισμό· σ’ αυτήν την μηδενιστική θρησκεία».
Για τον Γιανναρά, το διορατικό χάρισμα του Νίτσε συνίσταται στην πιστοποίηση ότι ο Θεός του, ο Θεός που πέθανε, είναι ο Θεός του μεσαιωνικού Χριστιανισμού. Η περί του θεού αυτού ήδη νεκρή νοητική κατασκευή είναι εκείνη που πέθανε· και φονείς του Θεού αυτού είμαστε όλοι εμείς· εμείς που δεχτήκαμε να επαληθεύεται η ύπαρξή του από την «ορθότητα» της συλλογιστικής μας μεθόδου, εμείς που μεταποιήσαμε τον Θεό σε νεκρό νοητικό είδωλο[3]. Το «ο Θεός πέθανε» σημαίνει ότι ο χριστιανικός Θεός, ο Θεός της χριστιανικής μεταφυσικής, είναι πλέον ένα νεκρό πλάσμα του νου, μία αφηρημένη έννοια, μία ειδωλοποιημένη συμβατική αξία. Το προφητικό κήρυγμα του Νίτσε για τον «θάνατο του Θεού» είναι μια άρνηση που μηδενίζει τα «νοητά είδωλα του Θεού» δίχως να αποκαλύπτει κάποια αλήθεια στη θέση τους. Πρόκειται για έναν ειδωλοκλαστικό αποφατισμό, που με τη μορφή του μηδενισμού εμφανίζεται ως η εσωτερική κρίση της δυτικής μεταφυσικής· μιας μεταφυσικής, η οποία στηριζόμενη στην αλλοτριωμένη από τον σχολαστικισμό αριστοτελική γνωσιοθεωρία, οικοδομείται επάνω στην προϋπόθεση της ύπαρξης του Θεού, ενώ σταδιακά τον αποκλείει από την παρουσία του στον κόσμο. Ο Θεός ταυτίζεται με τη νοητική σύλληψη της απρόσωπης και αφηρημένης πρώτης αιτίας του κόσμου ή της απόλυτης αυθεντίας στην Ηθική. Και στις δύο περιπτώσεις η ύπαρξή του είναι μία νοητική αναγκαιότητα κατοχυρωμένη με αποδεικτική επιχειρηματολογία[4], αλλά άσχετη με την ιστορική εμπειρία και την υπαρκτική περιπέτεια του ανθρώπου [5].