του Αλκίνοου Ιωαννίδη
Δεν
θα πω για τους άλλους. Λίγο με ενδιαφέρει η ποιότητα και η στάση τους
σε τέτοιες στιγμές. Ούτε και περίμενα καλύτερη αντιμετώπιση. Όσο και να
τους βρίσω, χαϊδεύω τα αυτιά μας και τίποτα δεν αλλάζει. Θα πω για εμάς,
και συγχωρήστε με:
Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η
μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε,
αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα
ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε.
Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.
Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε
μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε
μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλίνθινων
ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων. Εκεί
αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την
αλληλεγγύη των ανθρώπων και ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε,
προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να
κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα
σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει.
Γίναμε αρχοντοχωριάτες,
επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης.
«Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων,
με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι
μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα
για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα
πεζά. Μεγάλα και άδεια. Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας
ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν.
Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας.