Η έννοια της πατρίδας αποκτά ένα βαθύτερο πυρηνικό περιεχόμενο, που έχει να κάνει με τον αρχέτυπο-πρωτογενή τρόπο που συνδεόμαστε με την φύση, την γη, το περιβάλλον, τους ανθρώπους, τα ζώα, την γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, την μουσική. Με δύο λόγια μ’ αυτό που συγκροτεί την ύπαρξη και δράση μας, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Αυτό αποτελεί μιαν ανεπανάληπτη-μοναδική, αφετηριακή και συνάμα σταθερή σχέση, βαθιά ενσωματωμένη στο εσώτατο είναι μας, που επιδρά καθοριστικά στην διαμόρφωση του ψυχισμού μας. Είναι όπως τα παιδικά μας χρόνια, που τα κουβαλάμε όλη μας την ζωή. Σταθερό-οργανικό στοιχείο, λοιπόν, του εσωτερικού μας είναι, που με την βοήθεια της γλώσσας, του λειτουργικότερου ίσως μηχανισμού στο να κατανοήσουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας, διαμορφώνει όλη αυτή την ξεχωριστή σχέση, όπως αποτυπώνεται στο νόστο του κάθε ανθρώπου σε σχέση με την δική του πατρίδα. Όπως, εξακολουθητικά έχω τονίσει:
«Αν η βαθιά αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο τους, αν η συνείδηση ότι το χώμα που σκεπάζει τα κόκαλα των προγόνων τους και αποτελεί διαχρονικό στίγμα της ύπαρξής τους (Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας), αν η επίγνωση ότι η κοινή ιστορία τους ως παρελθόν και παρόν καθορίζει –σε μεγάλο βαθμό– και το πεπρωμένο τους ως μέλλον, αν η εμμονή τους στα κοινά ήθη και έθιμα, αν η διαπίστωση ότι μόνο η μητρική τους γλώσσα μπορεί να δώσει και να εκφράσει ό,τι πιο άθλιο και μεγαλειώδες περικλείει ο ψυχικός τους κόσμος, είναι στοιχεία φανταστικά ή αρνητικά, αν η φράση του πολύγνωμου Οδυσσέα "εἰπέ μοι εἰ ἐτεόν γε φίλην ἐς πατρίδ’ ἱκάνω", δεν είναι εντελώς ίδια με αυτήν που είπε, λέει και θα πει κάθε πρόσφυγας, ξενιτεμένος ή ξεριζωμένος μετανάστης, κάθε Ιρακινός, Παλαιστίνιος, Κούρδος ή Ελληνοκύπριος μόλις ξαναντικρίσει την γη των πατέρων του, τότε πραγματικά έχουμε να κάνουμε με μια γιγαντιαία υπέρ του πατριωτισμού απάτη, που μας ταλαιπωρεί από τότε που η ανθρωπότητα πέρασε από την προϊστορία στην ιστορία».