Από το Άρδην τ. 97, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2014
Όπως όλοι οι Ευρωπαίοι μεγάλωσα και ’γω με την διδασκαλία ότι ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός γεννήθηκε στην Ελλάδα, ότι εμείς, οι πολιτισμένοι του κόσμου είμαστε οι απόγονοι όλων αυτών των θαυμάσιων ανθρώπων όπως ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Φειδίας και χίλιοι δυο άλλοι. Και μάθαμε να λέμε «Δημοκρατία» και «πολιτική» και «οικονομία» και «θέατρο» και «ποίηση» και χίλιες δυο άλλες Ελληνικές λέξεις, και ποτέ δάσκαλος δεν μας είπε ότι είναι περίεργο πώς οι πολιτισμένοι λαοί, όπως οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, δεν βρήκαν στις τόσο πλούσιες γλώσσες τους λέξεις για να εκφράσουν τις πιο βασικές δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος: είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και τέρμα. Και δεν βρέθηκε δάσκαλος που να μας πει ότι μολονότι εμείς είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, υπάρχουν κάποιοι φτωχοί συγγενείς που λέγονται Έλληνες και ίσως νάναι και αυτοί απόγονοι των «δικών» μας αρχαίων προγόνων.
» Έτσι μεγάλωσα. Ύστερα, πριν δεκαπέντε χρόνια, αποφάσισα να κάνω και εγώ ένα ταξίδι –προσκύνημα– στην πατρίδα του πολιτισμού «μου». Και ξεκίνησα για την Ελλάδα.
» Ήταν, όπως είπα, πριν δεκαπέντε χρόνια: ένα ωραίο πρωί του Ιουνίου, ξεμπαρκάρισα στην Ηγουμενίτσα, αρχή του προσκυνήματος.
» Με εντυπωσίασε το τοπίο, τρελλάθηκα με τα βουνά της Ηπείρου, με τα Γιάννενα, έμεινα με ανοιχτό στόμα στη Δωδώνη και νόμισα ότι άρχιζα να νοιώθω την Ελλάδα. Αλλά πριν φθάσω στην Πελοπόννησο και στην Αττική ξέχασα τοπία και αρχαιότητες, γιατί στο Αγρίνιο έπαθα το πρώτο «κοινωνιολογικό σοκ»:
» Ήταν απογευματάκι όταν έφτασα στην πλατεία του Αγρινίου, μόλις είχε τελειώσει η «σιέστα», ήδη ανοίγανε τα καφενεία και αποφάσισα να πιω ένα καφέ. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και βγήκα, κάθισα σε ένα τραπέζι και παράγγειλα. Αυτή τη στιγμή σηκώνεται από ένα άλλο τραπέζι ο μοναδικός άλλος πελάτης και έρχεται κοντά μου, κάθεται στο τραπέζι μου και αρχίζει να μου μιλάει. Δεν ήξερα τότε ακόμα ελληνικά και με το λεξικό που είχα στην τσέπη μου και με μερικές αγγλικές λέξεις που ήξερε ο συνομιλητής μου, σιγά-σιγά κατάλαβα τι θέλει ο άνθρωπος. Ήθελε να με γνωρίσει. Με ρώτησε από πού είμαι, τι δουλειά κάνω, αν είμαι παντρεμένος, αν ζουν οι γονείς μου και άλλα. Μου είπε ότι ο ίδιος είναι καπνεργάτης. Και τότε έπαθα το σοκ: Πώς γινόταν αυτό; Πώς είναι δυνατόν ένας εργάτης να μιλάει ελεύθερα με έναν αντιπρόσωπο της αστικής τάξης; Πώς μπορεί να ενδιαφέρεται χωρίς συμφέρον –γιατί ήξερε και αυτός, όπως εγώ, ότι ποτέ στη ζωή μας δεν θα ξαναϊδωθούμε– για κάποιον που θα έπρεπε ή να μισεί ή να φοβάται ή, τουλάχιστον, να νοιώθει απέναντί του ένα τέτοιο σύμπλεγμα κατωτερότητας, που να μην του έρθει ποτέ η επιθυμία να του μιλήσει. Γιατί σε μας, στις ευρωπαϊκές χώρες, αυτές είναι οι σχέσεις μεταξύ των τάξεων…»
* * *