Χρήστος Τσοπόκης
Η πιο πολύπλοκη και επίπονη διαδικασία μετά το τέλος ενός πολέμου είναι να αποτιμήσει κανείς τους νικητές και τους ηττημένους· και αυτό όχι λόγω ιδεοληψίας αλλά γιατί μια τέτοια αξιολόγηση προϋποθέτει μια έγκυρη θεωρία περί νίκης.
Στην Ελλάδα κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτύχθηκε ένα ιδιαίτερα ευρύ σε μέγεθος ένοπλο δίκτυο αντίστασης και πληροφόρησης με δεκάδες οργανώσεις, χωρίς αυτό να έχει ουσιαστική έξωθεν υλική, οικονομική και τεχνική βοήθεια (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με το παρτιζάνικο κίνημα των Γιουγκοσλάβων). Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του δικτύου ήταν άμεσα ή έμμεσα επηρεαζόμενο από το Κ.Κ.Ε. (Ε.Α.Μ. – Ε.Λ.Α.Σ.). Η επί τόπου κατάσταση δημιουργούσε μια εξαντλητική αντίφαση με τη διεθνή πραγματικότητα: στη χώρα που σε επίπεδο ηγετών κρατών ήταν συμφωνημένα υπό «δυτική επιρροή», είχε αναπτυχθεί ένα μαζικότατο ένοπλο κίνημα «αντιδυτικής υφής». Μια προσεκτική ματιά μπορεί να διακρίνει ότι αυτή η αντίφαση μετατράπηκε σε κομβική λαβίδα μόχλευσης.
Αναπόφευκτα, μια αποκεντρωμένη ματιά μελέτης του Ψυχρού Πολέμου και των «προεόρτιών» του παρατηρεί πολλές συμπτώσεις. Οι μεγάλες ενδο-αντιστασιακές συγκρούσεις και οι περιστασιακές εκεχειρίες μεταξύ τους (κυρίως μεταξύ Ε.Λ.Α.Σ. και Ε.Δ.Ε.Σ.) κατά την περίοδο 1943-1944 συχνά συμπίπτουν με τις διπλωματικές αντιθέσεις και συμβιβασμούς μεταξύ Μεγάλης Βρετανία και Σοβιετικής Ένωσης για τις ζώνες επιρροής στον ευρωπαϊκό χώρο. Ταυτόχρονα, χάρη στην μαχητική δύναμη των Ελλήνων Ανταρτών του Ε.Α.Μ., οι Σοβιετικοί κατάφεραν να ανασχέσουν τις βρετανικές αντιδράσεις για την εγκατάσταση φιλο-σοβιετικής κυβέρνησης στην Πολωνία πριν τη διάσκεψη της Γιάλτας. Γενικότερα, οι πολιτικοί βίοι των δύο χωρών (Ελλάδας και Πολωνίας) ήταν παράλληλοι για ένα μεγάλο διάστημα, αφού η Σοβιετική Ένωση κατάφερε να χρησιμοποιήσει τη δυναμική του Ε.Α.Μ. για να επιβάλλει τους όρους της στην Πολωνία (και για μια μεταβατική περίοδο και στη Ρουμανία) [1, 2][1]. Η κάμψη της δυτικής πίεσης στα βαλκανικά μέτωπα απαιτούσε την κατ’ εξακολούθηση μόχλευση της ελληνικής κατάστασης με κλιμακούμενους μηχανισμούς. Βέβαια η μαζικότητα και δυναμική του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ήταν μεγάλη και διαρκής, και μέσα στην ιδιαίτερη πορεία του απέκτησε πολλαπλά σημεία επαφής με την ευρωπαϊκή-βαλκανική πολιτική.
Έτσι και η στερέωση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία θα ήταν σαφώς δυσκολότερη χωρίς το ελληνικό αντάρτικο, ενώ η μετέπειτα ρήξη του με το Στάλιν θα ήταν αδύνατη. Ο Τίτο φρόντιζε πολύ περίτεχνα να μεγιστοποιεί τα οικονομικά κέρδη και να σταθεροποιεί πολιτικά τη θέση της Γιουγκοσλαβίας, πιέζοντας τους δυτικούς στα βουνά της Μακεδονίας και λειτουργώντας ως ο παραμετροποιήσιμος βηματοδότης του ελληνικού αντάρτικου [3]. Προκειμένου σταδιακά να κλείνει την κάνουλα των ελληνο-γιουγκοσλαβικών συνόρων για τους Έλληνες αντάρτες, ελάμβανε προμήθειες σε πρώτες ύλες και δανειακές διευκολύνσεις από τις Η.Π.Α., οι οποίες με συστηματικό τρόπο εργάζονταν τόσο για τη σταθεροποίηση φιλο-δυτικού πολιτικού συστήματος στη χώρα μας, όσο και για τη διάσπαση του ανατολικού μπλοκ, μέσω της απόσχισης της Γιουγκοσλαβίας από την Cominform. Η ελληνική εμφύλια σύγκρουση συνεισέφερε καθοριστικά στην επιτυχή αποκόλληση της Γιουγκοσλαβίας από το ανατολικό μπλοκ.
Αντίστοιχα το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα χρησιμοποιήθηκε σε πολλές περιπτώσεις. Όπως εξαιρετικά επισημαίνεται σε σχετικό πόνημα: «Το αριστερό κίνημα στην Ελλάδα ήταν ένα πιόνι, πολύ ισχυρό, στη σκακιέρα. Εχρησιμοποιείτο ανάλογα με την περίσταση για να προστατέψει ένα άλλο πιόνι (Αλβανία), έναν πύργο (Πολωνία) ή έναν αξιωματικό (Ρουμανία) ή ένα άλογο (Βουλγαρία), την ίδια τη βασίλισσα (Γιουγκοσλαβία) και σε τελευταία ανάλυση το βασιλιά (ΕΣΣΔ)». [4]