1. «Κανονικότητα»: Επινόηση του μνημονιακού προσωπικού και της υποστηρικτικής δημοσιολογίας των ΜΜΕ
Τον τελευταίο καιρό όλο και συχνότερα ακούμε και βλέπουμε -σε όλες τις εκφράσεις τής κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής ζωής και βεβαίως σε αυτό που αποκαλούμε, με ελαφρά περιφρόνηση αλλά και αγωνία, «καθημερινότητα»- να γίνεται λόγος και να χρησιμοποιείται διαρκώς η λέξη «κανονικότητα». Και βεβαίως όσοι εκ των δημοσιολόγων επικαλούνται και επαναλαμβάνουν τη λέξη αυτή, δεν το κάνουν για πρώτη φορά τώρα, κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης ως ζητούμενο, αλλά είχαν ξεκινήσει να την χρησιμοποιούν αμέσως μετά την υποτιθέμενη «έξοδο» της χώρας μας από τα Μνημόνια ως τετελεσμένο.
Σχετικά με την προϊστορία (τη χρονική δηλαδή στιγμή που εμφανίστηκε αυτή η λέξη στο καθημερινό λεξιλόγιο των πολιτικών, των εκπροσώπων διαφόρων φορέων, των ΜΜΕ, αλλά και των απλών καθημερινών ανθρώπων), είναι άξιο παρατήρησης ότι το καλοκαίρι του 2018το μνημονιακό προσωπικό και η υποστηρικτική του δημοσιολογία των ΜΜΕ, της διανόησης, των κοινωνικών οργανώσεων κ.λπ. αισθάνθηκε την ανάγκη να ανακαλύψει μια νέα λέξη, δηλωτική (κατ’αυτούς) της νέας μετα-μνημονιακής (υποτίθεται) κατάστασης, αλλά και υποστηρικτική ταυτόχρονα τού μεγάλου ψεύδους, της μεγάλης ιδεολογικής «ανηθικότητας» των μνημονιακών ηγεσιών σε βάρος τού λαού μας. Τότε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διατυμπάνιζε urbietorbi ότι μάς έβγαλε οριστικά από τα Μνημόνια και όλη η δημοσιολογία και η καθημερινή φρασεολογία τού μνημονιακού τόξου αποδέχθηκε με ανακούφιση το αυταποδείκτως αυτό αίολο και ψευδέστατο επιχείρημα...
Απλώς επειδή όλοι εν χορώ είχαν ψηφίσει το γ’ γενικευμένο, ανακεφαλαιωτικό, απόλυτο και διαρκές Μνημόνιο (ν. 4336/2015), -η εκτέλεση του οποίου θα συνεχιστεί υπό συνθήκες μνημονιακής «κανονικότητας» για πολλές ακόμη δεκαετίες-, θεώρησαν «αποκαθαρτικό» και λυτρωτικό για τη διαιώνιση της παρουσίας τους στην πολιτική σκηνή να συνηγορήσουν (έστω με μετριοπαθέστερες εκφράσεις ή σιωπηλά) στο ότι ξεπεράσαμε την περίοδο των Μνημονίων, της υποτέλειας, της γενικευμένης αλλοτρίωσης και της αναγκαστικής δημοσιονομικής πειθαρχίας που μας επεβλήθη ΜΗ κανονικά από την τριαρχία των δανειστών, αλλά «δικαιολογημένα» (εξαιτίας των «σφαλμάτων» τού λαού).