Το καλοκραίρι το 1969 ο Αριστοτέλης Ωνάσης συνήθιζε να τρώει σε ένα καλό παραλιακό εστιατόριο στο Λαγονήσι. Στο ίδιο πήγαινε και ο γιος του με τη κοπέλα του. Τους σερβίριζε το ίδιο γκαρσόνι. Ο γιος του Αλέξανδρος άφηνε μπουρμπουάρ κάθε φορά ένα χιλιάρικο. Ο Ωνάσης, όμως, ήταν πολύ λιγότερο κουβαρντάς, κι άφηνε ένα πενηντάρικο.
Το Σεπτέμβριο μια μέρα ο Ωνάσης λέει στο γκαρσόνι, "σας ευχαριστώ πάρα πολύ, σήμερα είναι η τελευταία ημέρα, αύριο φεύγω στο εξωτερικό για δουλειές. Θα σας δω του χρόνου, καλό χειμώνα". Το γκαρσόνι τον ευχαρίστησε και ζήτησε να του κάνει μια αφελή ερώτηση δεσμεύοντας τον Ωνάση να μην το παρεξηγήσει.
"Ξέρετε", λέει το γκαρσόνι, "η ταπεινή μου απορία είναι μήπως δεν σας αρέσει και τόσο το φαγητό μας, να πως στο μάγειρα να αλλάξει κάτι, ή μήπως κάνω εγώ κάτι λάθος στο τρόπο που σας εξυπηρετώ".
"Και γιατί? Τι είναι αυτά που λες?" Ρωτάει έκπληκτος ο Ωνάσης.
"Ξέρετε", συνεχίζει το γκαρσόνι, "λέω ίσως δεν σας άρεσε και τόσο το φαγητό διότι ο γιος σας κάθε φορά που τρώει αφήνει μπουρμπουάρ ένα χιλιάρικο ενώ εσείς μόνο ένα πενηντάρικο".
Και απαντάει ο Ωνάσης χαμογελώντας, "Ααα αυτό είναι ...... ξέρεις αυτό συμβαίνει γιατί αυτός έχει πατέρα εφοπλιστή ενώ εγώ όχι"
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com