Του Στέλιου Πελασγού
Χρόνια είχε ο κ.Ηλιας στεγνοκαθαριστήριο στην γωνία.
Όταν το έκλεισε
έγινε απλά ένας άντρας μέσα στο καφενειο
δεν κουβαλούσε το μαγαζί πάντοτε μαζί του
όπως οι άλλοι
όπως τόσοι και τόσοι που μείνανε
για πάντα
"ο Μιχαλης ο φουρναρης", "Ο Σόλων ο τραπεζικος", ή "ο Βαλάντης ο λογιστής".
Το όνομα του το κρατούσε καθαρό
από δουλειές και πάθη
ακόμα - ακόμα κι από γυναίκα και παιδιά
γονιούς και πατρίδες.
Ούτε Ηλίας του τάδε ή της τάδε
ούτε πατέρας της Ειρηνης
ούτε ο Ηλίας ο Ζαγοριανός.
Στο καφενειο τον βρήκα
με το ονομα του καθαρό
και του μίλαγα με ενθουσιαμό για το καινούριο Σχέδιο
για την ανάγκη του και τις λυσεις
που θα δώσει
τον φόβο και τον κόπο
που θα παραμερίσει στην ζωή
Με κοίταξε βαθιά στα μάτια
- είχε αρχικά κολακευτεί από την πρόσκληση
να συνεισφέρει
στην αλλαγή του κόσμου για άλλη μια φορά-
μα γρήγορα ήρθε σε συναίσθηση και μ' ειπε:
" Είμαι μεγάλος πια παιδάκι μου,
ετοιμάζομαι να παραδώσω"
Τότε θυμήθηκα το μαγαζί.
Πόσες φορές του "παραδωσαν"
τα μιαρά και τετραχηλισμενα
πόσες φορές τα παρέδωσε πίσω
καθαρά
το μεγάλο τεφτερι με τις ημερομηνίες παράδοσης,
-είχε να το λέει όλη η γειτονιά για την συνέπεια του
"αυθημερόν παραδοσις"-
ανοίξανε τα μάτια μου και τον είδα
να ετοιμάζει την ψυχή του
να μετράει τα ξηλωματα
και την φθορά στα χερια
να αδειάζει τις εσωτερικές τσέπες
ίσως και να χαϊδεύει κάποια σκισιματα
στην φόδρα
κάποια "αόρατα μπαλώματα"
και πενθη μυστικά.
Να την παραδώσει περιποιημενη
ευθυτενής, λεπτός και έτοιμος
διπλωμένη ελαφρά στο μπράτσο του