Με αφορμή το διάλογο από την παρουσίαση του βιβλίου, «Τα αποσυρθέντα βιβλία - Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008», του αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κ. Χάρη Αθανασιάδη, αναδημοσιοποιούμε από το το f/b σχολιασμό, του δημοσιογράφου Γιώργου Γκόντζου.
Χάρης Αθανασιάδης από την Πρέβεζα: «Μύθος ο Χορός του Ζαλόγγου και το Κρυφό Σχολειό»
Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρουσίαση βιβλίου και μία ακόμη πιο χρήσιμη συζήτηση περί ιστορίας, Έθνους, σχολικής ιστορίας και εθνικών μύθων, πραγματοποιήθηκαν το απόγευμα της Τρίτης, στο Diem Espresso Bar, παρουσία του συγγραφέα του βιβλίου «Τα αποσυρθέντα βιβλία - Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008», αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κ. Χάρη Αθανασιάδη.
Ο κ. Αθανασιάδης τόνισε πως θα πρέπει οι επιστήμονες ιστορικοί να δρουν δημόσια, να συγχρωτίζονται με τον απλό κόσμο, καθώς έχουν χάσει το… παιχνίδι της «δημόσιας ιστορίας», όπως τη χαρακτήρισε, δηλαδή της ιστορικής αφήγησης που παρουσιάζεται δημόσια και πολλές φορές οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα και μη επιστημονικές προσεγγίσεις. Είναι ωστόσο σημαντική και κομμάτι που θα πρέπει να παρέμβει ο ιστορικός.
Η συνέχεια εδώ:
ΑΠΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟΔΟΜΗΤΕΣ
Το σχόλιο του Γιώργου Γκόντζου
Δεν χόρεψαν, λέει ο καθηγητής, οι Σουλιώτισσες το "στην στεριά δεν ζει το ψάρι" για να απομυθοποιήσει τον μύθο του "χορού του Ζαλόγγου".... Ναι , φυσικά, δεν φορούσαν στολές από το βεστιάριο χορευτικών συλλόγων, ούτε είχαν διδαχτεί μαθήματα χορού...
"Αδυνατούν" οι μικρόνοοι, να συλλάβουν την προβολή μέσω του μύθου, ή της υπερβολής, την αξία της έννοιας της ελευθερίας των λαών και προπαγανδίζουν τα αυτονόητα οι συνειδητοί αποδομητές του διαχρονικού αντιστασιακού φρονήματος του Ελληνικού λαού...Αναδημοσιεύω, όχι για τους λοβοτομημένους , ούτε γι' αυτούς που μέσω αυτών των θεωριών εξασφάλισαν ποικίλες καριέρες,
το ακόλουθο κείμενο για έναν ΚΟΥΡΔΙΚΟ ΜΥΘΟ
------------------------------------------------------------------------------
Κλέφτες και κλεφτόπουλα
Συγγραφέας: Σάββας Παύλου
«Πάψε, Γιάννη μ’, τον πόλεμο, και πάψε το ντουφέκι,
να κατακάτσ’ ο κουρνιαχτός, να μετρηθή τ’ ασκέρι.
Μετρούντ’ οι Τούρκοι τρεις φορές
και λείπουν πεντακόσιοι·
μετρούνται τα κλεφτόπουλα
και λείπουν τρεις λεβέντες.
Του Μπουκουβάλα
Θα μιλήσω εν παραβολαίς, με παράδειγμα από άλλο έθνος: Στην περιοχή Ντιαρμπακίρ, το 1930 μ.Χ., ένας κοντόχοντρος και πανάσχημος Κούρδος, εν ώρα μέθης, ή για άλλους ιδιοτελείς λόγους, σκοτώνει έναν Κούρδο. Προσοχή: όχι Τούρκο ή μέλος των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού, έναν άλλο Κούρδο, το θύμα μάλιστα είχε το δίκαιο με το μέρος του. Ο δράστης, για να αποφύγει την τιμωρία του τουρκικού κράτους, που για να γίνει σεβαστό πρέπει να επιβάλει τον νόμο σε όλη την επικράτειά του και επί όλων των υπηκόων του, καταφεύγει στα βουνά. Εκεί ζει νηστικός, βρόμικος και ρακένδυτος, οι τουρκικές δυνάμεις τον κυνηγούν συνεχώς αλλά αποδεικνύεται πολυμήχανος και αποτελεσματικός, δίνει μάχες ηρωικές και πάντα ξεφεύγει, αφήνοντας κάθε φορά αρκετούς διώκτες του νεκρούς. Ύστερα από δέκα χρόνια στα απόκρημνα βουνά του Κουρδιστάν, πεθαίνει από μια συνηθισμένη ίωση. Όμως, στα κουρδικά τραγούδια και στις λαϊκές αφηγήσεις που δημιουργούνται κατά την περίοδο της δράσης του, ή, ακόμη, μετά τον θάνατό του, η εικόνα του είναι εκείνη ενός πανέμορφου αρχάγγελου εκδικητή, που πάντα ήταν εκφραστής του δικαίου και της αρετής, που για χρόνια χτυπά ανίκητος τους Τούρκους, ήρωας που πεθαίνει μάλιστα σε μάχη με υπέρτερους εχθρούς.