Ἁγιότητα εἶναι μιά βαθιά εὐαισθησία. Μιά βαθιά ποιητική ματιά πού μπορεῖ νά μεταμορφώνει τά πάντα σέ ἄγγιγμα ψυχῆς. Ὁ ἅγιος εἶναι ποιητής καί εὐαίσθητος. «Γιά νά γίνει κανείς Χριστιανός, πρέπει νά ἔχει ποιητική ψυχή, πρέπει νά γίνει ποιητής. «Χοντρές» ψυχές κοντά Του ὁ Χριστός δέν θέλει.» ἁγ. Πορφύριος.
Ὁ ἅγιος ἀγαπάει ἀκόμη καί τά μή ἀξιαγάπητα. Ἐκεῖνον πού ὅλοι θά περιφρονοῦσαν μέ μεγάλη χαρά, ἡ ἁγιότητα τόν μαζεύει, τόν ἀγκαλιάζει, τόν φιλᾶ μέ πάθος μέχρι νά τόν θεραπεύσει.
Ἡ ἁγιότητα μεταμορφώνει τά ἔρημα. Κυκλώνει τά διεσπαρμένα. Ἑνώνει τά διαιρεμένα. Μπορεῖ καί ἀντέχει πάνω καί περά ἀπό τίς πληγές καί τίς καταστροφές. Κοιτάει ἐκεῖ πού δέν κοιτάει κανείς ἄλλος. Δέν χωρίζει τά πράγματα σέ καλά καί κακά. Δέν τούς βάζει ταμπέλες. Δέν κατηγοριοποιεῖ τήν ζωή σέ ἀνώτερη καί κατώτερη. Δέν διχάζει, δέν μοιράζει, δέν αποσπᾶ, ἑνώνει, συνενώνει, καί δυναμώνει τό ἀδύνατο νά συμβεῖ καί τό ὄνειρο νά πραγματωθεῖ.
Ἡ ἁγιότητα εἶναι μιά βαθιά ποίηση πού συντονίζει τό σύμπαν στούς στίχους τοῦ δημιουργοῦ Του. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού μέσα ἀπό τόν ἅγιο μιλάει ξανά γιά τήν ἀγάπη. Πού μέσα ἀπό τήν ματιά τοῦ ἁγίου στέλνει τό τρυφερό βλέμμα Του σέ ὅλους τούς κουρασμένους. Στούς ἀποτυχημένους καί τούς κουρελιασμένους στίς μάχες τῆς ζωῆς. Μιά τεράστια ἀγκαλιά νά ξαποστάσουν πάντες.
Ἡ ἁγιότητα εἶναι μεταξένια αἴσθηση τῆς ζωῆς. Εὐαισθησία πού ξαναζωντανεύει ἐντός μας τήν ματιά τοῦ παραδείσου. Τότε πού τά πάντα ἦταν ἔκπληξη καί θαυμασμός. Τότε πού τίποτε δέν ἦταν βαρετά τό ἴδιο ἤ ἐπαναλαμβανόμενο. Ἡ ἁγιότητα ἀναδεικνύει ξανά τήν ξεχασμένη μας παιδικότητα. Ἐκεῖνο τό ξάφνιασμα μπροστά στό μυστήριο τῆς ζωῆς.
Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι τελειότητα μά ἀποδοχή τῆς ἀσημαντότητας. Δέν εἶναι ἐπιτυχία μά δῶρο. Δέν εἶναι κατόρθωμα ἀλλά χάρισμα. Δέν εἶναι δύναμη μά κένωση καί ἄδειασμα. Ταπείνωση καί ἐκούσια ἀπόσυρση ἀπό τά φῶτα τοῦ ψεύτικου, πρόσκαιρου καί μάταιου.