Η θριαμβευτική πορεία και η νίκη της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στηρίχθηκε επί πλέον στην ελκυστικότητα της έννοιας της ελευθερίας – κάτι που είχε ήδη ξεκινήσει από την εποχή του Hayek, με το γνωστό βιβλίο του «Ο δρόμος προς τη δουλεία». Το μανιφέστο δε της «Mont Pelerin Society» αναφερόταν ξεκάθαρα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια – η οποία, κατά τον ίδιο, προϋποθέτει κυρίως την ατομική ελευθερία. Ποτέ δεν αναρωτήθηκε όμως κανείς εάν μπορεί να είναι ελεύθερος, όταν είναι βουτηγμένος στα χρέη – κάτι που ισχύει επίσης για τα κράτη, η άνοδος των οφειλών των οποίων ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν έντεχνα, για την επιβολή της νεοφιλελεύθερης ιδέας, τα «κινήματα χειραφέτησης» του 1968 – τα οποία τοποθετούνταν εναντίον των κρατικών οργανισμών, των θεσμών του δημοσίου κοκ. Έτσι δημιουργήθηκαν περίεργες συμμαχίες, με απόλυτα αντικρουόμενους στόχους – όπου από τη μία πλευρά βρισκόταν η επαναστατούσα νεολαία, ενώ από την άλλη η οικονομική ελίτ, χωρίς να εμποδίζεται η μεταξύ τους συνεργασία.
.
Ανάλυση
Στη (εφαρμοσμένη) Δημοκρατία δεν είναι απαραίτητο να κερδίζει κανείς μόνο τα χειροκροτήματα του πλήθους των Πολιτών – αλλά, κυρίως, τη συγκατάθεση τους, την απόλυτη συμφωνία τους. Η ερώτηση των ελίτ στην περίπτωση αυτή είναι η εξής: «Πώς πείθει κανείς τις μάζες να ψηφίζουν εναντίον των συμφερόντων τους και εκείνες να χειροκροτούν υποστηρίζοντας στόχους, οι οποίοι αντιτίθενται στην ευημερία ή στις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης τους;» Η απάντηση είναι συχνά εντυπωσιακή, εξαιρετικά εύκολη:
«Τυφλοί από την ψευδαίσθηση της γνώσης, η οποία δημιουργείται από μόνη της και επιτυγχάνεται σε ένα κατασκεύασμα που ονομάζουμε δημόσια συζήτηση, θεωρούμε πως δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο, από τη δύναμη του επιχειρήματος. Οι ιδέες δεν υπερισχύουν όμως επειδή είναι καλύτερες, αντικειμενικότερες ή πολύ πιο σωστά τεκμηριωμένες – αλλά επειδή έχουν τη δύναμη, την εξουσία δηλαδή με το μέρος τους«.
Θα μπορούσε τώρα η δημόσια συζήτηση να περιγραφεί ως ένας τόπος που γίνεται δημοκρατικά η προσπάθεια να πείσει κανείς με έντιμα επιχειρήματα τους άλλους – επίσης όμως, ως ένας τόπος που επιχειρείται η κακοποίηση, η παραπλάνηση και η χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Σπάνια δηλαδή πείθει αυτός που έχει δίκιο – αλλά, συνήθως, εκείνος που είναι καλύτερα εκπαιδευμένος και ικανότερος ρήτορας, που δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς, που δεν διστάζει να παραπλανήσει, που λέει έντεχνα ψέματα, που δημαγωγεί ανερυθρίαστα κοκ.