ΚΑΛΟΓΕΡΙΔΟΥ ΚΡΙΝΙΩ
Κάθε που θυμάμαι τη συγχωρεμένη τη γιαγιά μου να τραγουδά τα λυπητερά τραγούδια του Πόντου σκέφτομαι πως οι Πόντιοι – είτε αυτοί που έχουν τις ρίζες τους στις βορειοανατολικές ακτές της Μικράς Ασίας είτε οι άλλοι από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας (”Καρά-Ντενίζ”, τουρκιστί) και τις εκβολές του Σαγγάριου ως τις παρυφές του Καυκάσου – ήταν και είναι ένα ηρωικό και βασανισμένο ελληνικό φύλο το οποίο βιώνει την ιστορία και το ένδοξο παρελθόν του μέσα απ’ τη μνήμη. Μέσα από την ιστορική μνήμη, που μαρτυρά το έπος του Ποντιακού Ελληνισμού. Το έπος της διαχρονικής παρουσίας Ελλήνων οι οποίοι έδεσαν τη ζωή και τη μοίρα τους με τις υψηλές και απρόσιτες οροσειρές του Πόντου, φυσικό οχυρό τους μέσα στους αιώνες με σημαίνουσα συμβολή στη διατήρηση της δυναμικής κοινωνικής συνοχής και του ακραίου φρονήματός τους.
Ενός φρονήματος άρρηκτα συνδεδεμένου με τις συνθήκες ζωής, τις παραδόσεις (ήθη, έθιμα, θρύλους και παραμύθια), τη γλώσσα (που κυοφορούσε ανέκαθεν τον ανεξάντλητο αρχαιοελληνικό πλούτο της πολιτισμικής της παράδοσης) και την ιστορία των Ποντίων από την αρχαιότητα μέχρι την απομάκρυνση από τις εστίες τους, μετά τον μωαμεθανικό προσηλυτισμό και τις βιαιοπραγίες των Οθωμανών Τούρκων οι οποίες τους αποδεκάτισαν (δια της Γενοκτονίας) πληθυσμιακά μετατρέποντάς τους σε ανέστιους πρόσφυγες δια βίου.
Τους σκόρπισαν στους πέντε ανέμους μακριά από τη γενέθλια γη τους. Τη γη των Αμαζόνων της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, η οποία εξέπεμπε αρχαιόθεν (1300 πΧ) την ελληνικότητά της. Τη γη που συνδύαζε την αγριάδα της Μαύρης Θάλασσας βορειοανατολικά με το ”σφιχτό” κρύο και το άγονο έδαφος των απροσπέλαστων οροσειρών Σκυσίδη – Παρυάδρη – Αντίταυρου, τους οποίους διασχίζουν οι ποταμοί Άλυς, Ίρις, Μελάνθιος, Θερμώδοντας, Χαρσιώτης, Πρύτανης, Πυξίτης και Καλοπόταμος.
Συνδύαζε το ήπιο κλίμα του παράλιου Πόντου (Σινώπη, Αμισός, Κοτύωρα, Κερασούντα, Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Ριζούντα, Όφη, Οινόη, Σούρμενα, Τρίπολη κλπ) με το εύκρατο κλίμα του μεσογειακού (Χαλδία [η αρχαία Χαλύβη ή Χαλυβία], Αμάθεια, Λαοδίκεια, Αργυρούπολη, Νικόπολη, Σεβάστεια, Νεοκαισάρεια κλπ), σε περιοχές που διακρίνονταν για το πλούσιο σε χάλυβα και άργυρο υπέδαφός τους και τα ορεινά λιβάδια τους (”παρχάρια”).