«Τον ταμπουρά μου έσπασααπό 'ξω απ' την αυλή σουαμάν γιατί φιλί δε μου 'δωσεαυτή η αδελφή σου.»
Ηχεί η πλάκα του γραμμοφώνου με την γλυκιά φωνή του Δημήτρη Περδικόπουλου, του φημισμένου δημοτικού τραγουδιστή, και τον συνοδεύει με το μπουζούκι του ο Βασίλης Τσιτσάνης (1937). Το τραγούδι γεφυρώνει ιδανικά μια ιστορία αιώνων, που ξεκινά από την πανδούρα-ταμπουρά και καταλήγει στις μέρες μας στο μπουζούκι.
Ξεκινώντας να την ψηλαφήσουμε θα πάμε πίσω στους αιώνες για να βρούμε τους προγόνους του σημερινού μπουζουκιού, τότε που το τρίχορδον έπαιζε τον αψύν αντικρυστόν στα γλέντια των Ελλήνων (σημερινό απτάλικο ζεϊμπέκικο).
Στο βιβλίο του Σόλωνα Μιχαηλίδη "Η Μουσική της Αρχαίας Ελλάδας, μια εγκυκλοπαίδεια" (1978), με πρόλογο του Reginald Pepys Winnington-Ingram (Βρετανός κλασικιστής, μελετητής της ελληνικής τραγωδίας και της αρχαίας ελληνικής μουσικής) και στο λήμμα Πανδούρα διαβάζουμε:
Πανδούρα, επίσης πανδουρίς και πάνδουρος. Ένα τρίχορδο όργανο της οικογένειας του λαούτου, ονομαζόμενο από τους αρχαίους τρίχορδον. Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το όνομα πανδούρα χρησιμοποιούνταν για να δηλώνει και ολόκληρη την οικογένεια όμοιων οργάνων που παίζονταν με πλήκτρο.