ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ ΠΟΘΟΥ
Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, Κύριε,
που το πλήρωσες με τον πόθο της αιωνιότητας
Σήμερα επισφραγίζεται μία πραγματικά υπεράνθρωπη προσπάθεια, ένας αληθινός άθλος, από τους άξιους φίλους του αείμνηστου Χρήστου Μαλεβίτση, που αφιέρωσαν χρόνο απέραντο και μόχθο και πίστη στο μεγάλο έργο του, και ξεπέρασαν δυσκολίες και αντίξοες περιστάσεις, προχώρησαν με μόνη την αγάπη και την αφοσίωση, τη διορατικότητα πως το μέγιστο αυτό έργο έπρεπε να μείνει συμπαγές και αλώβητο για τις γενιές τις επερχόμενες. Μια αγάπη αγιότητας. ‘Ισως γιατί το έργο του Χρήστου Μαλεβίτση έχει μέσα του την αγιότητα, μια οδυνόμενη πορεία προς τον θεό, μια εναγώνια αναζήτηση των δρόμων του θεού. Και αυτό ενέπνευσε την ομάδα των φίλων Χρήστου Μαλεβίτση να φέρει σε πέρας με θυσίες το μέγιστο αυτό επίτευγμα.
Πολύ φτωχός ο λόγος του θαυμασμού μας για τον άθλο που επιτέλεσαν, λόγος ελλιπής. Η ίδια η προσπάθεια τους μεγαλύνει το έργο τους. Εντρύφησαν στο έργο του Χρήστου Μαλεβίτση και έθεσαν σκοπό της ζωής τους να το προστατέψουν από τη λήθη του χρόνου, διανοίγοντας έτσι στη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου, και όχι μόνο, τις πηγές της σοφίας του που είναι πηγές της αλήθειας του θεού.
Έρχεται κάποια στιγμή στον βίο που συνειδητοποιείς το μέγιστο δώρο της φιλίας. Κι εμένα μου δωρίθηκε η τιμή να έχω υπάρξει φίλη του αείμνηστου Χρήστου Μαλεβίτση, και της Κικής Μαλεβίτση, και να έχω ζήσει από κοντά της αγωνίες που κάθε φορά τον οδηγούσαν σε τούτη ή στην άλλη ακρώρεια του πνεύματος.
Σε μια συνέντευξη που του είχα πάρει για το περιοδικό Διαβάζω, μεταξύ των ερωτημάτων υπήρχαν και δύο που αφορούσαν στην ποίηση του φιλοσοφικού του λόγου και στην υπαρξιακή ή μεταφυσική διάσταση που έδινε στη λέξη “αγγελία”, “αγγέλλω”. Και οι απαντήσεις του ακόμα παιδεύουν τη σκέψη μου. Το πρώτο ερώτημα ήταν: “Σε όλα τα βιβλία σας, ο λόγος είναι φιλοσοφικός αλλά μαζί και ποιητικός. Μια ποίηση περιρρέει όλα τα κείμενά σας και τα φέρνει πιο κοντά στην ανθρώπινη αλήθεια. Πιστεύετε πως οι φιλοσοφικές αλήθειες μπορούν να εκφραστούν με ποίηση;”
Μεταξύ άλλων, είπε: “Βιώνω το ανθρώπινο δράμα ως όλον, και αυτό το όλον προσλαμβάνει τη μορφή της εφημερίας της υπάρξεως στον κόσμο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκφέρει τον τελευταίο του λόγο για το τι του συμβαίνει, όμως μπορεί να σύρει την ύπαρξή του προς το τελευταίο ακρωτήριο, έναντι του μυστηριακού ωκεανού του αγνώστου. Σε αυτό το ακροτελεύτιο σημείο της εγκοσμιότητας φρίσσει και δεν μπορεί να κάμει τίποτε άλλο, από το να εφημερεύει, κρατώντας αναμμένο το κερί της υπάρξεώς του που του εδωρήθη, για όσο χρόνο τούτο θα φέγγει. Διότι σε λίγο θα σβήσει. Και τα πάντα θα βυθιστούν στο σκότος της νύχτας του Θεού. Αυτές οι εμβιώσεις είναι από τη φύση τους ποιητικές”.
Και το δεύτερο ερώτημα ήταν: “Στα βιβλία σας χρησιμοποιείτε συχνά τη λέξη “άγγελμα”. Κάπου λέτε “το πνεύμα αγγέλλει”. Ποια σημασία δίνετε σε αυτό το ρήμα “αγγέλλω;”
Η απάντηση ήταν στέρεη και σχεδόν παραβολική.
“Ο τόπος του πνεύματος είναι η εσωτερικότητα του ανθρώπου. Ο Θεός δεν μιλάει ούτε από τα λουλούδια, ούτε από τα ρυάκια, ούτε από τα βουνά, ούτε από τ’ αστέρια. Μιλάει μόνο μέσα από την ψυχή του ανθρώπου”, είπε.