Του Χαράλαμπου Οικονόμου, καθηγητή κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου από το Άρδην τ. 112
Το ελληνικό σύστημα υγείας, το οποίο ήδη πριν την κρίση εμφάνιζε σοβαρά δομικά και λειτουργικά προβλήματα (Economou and Giorno, 2009, Economou, 2010), κλήθηκε να προσαρμοστεί στο νέο δυσμενές οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, που προσδιόρισαν οι μνημονιακές πολιτικές αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας, μείωσης των κοινωνικών δαπανών, περιορισμού των εισοδημάτων και πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, το σύστημα υγείας αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μεγαλύτερες ανάγκες με λιγότερους πόρους. Η περικοπή των δημόσιων δαπανών και η υψηλή ανεργία περιόρισαν τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας από κρατικούς πόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Η μακροχρόνια ανεργία διόγκωσε τον αριθμό όσων δεν μπορούν να κατοχυρώσουν δικαίωμα ασφαλιστικής κάλυψης και πρόσβασης στη φροντίδα υγείας. Ταυτόχρονα, η επιδείνωση των κοινωνικών και οικονομικών προσδιοριστών της υγείας αύξησε τη νοσηρότητα και, συνεπακόλουθα, τη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας. Πολλά από τα μέτρα που υιοθετήθηκαν υπέσκαψαν, παρά προήγαγαν, τους στόχους της ισότιμης πρόσβασης και της παροχής αποδοτικών, αποτελεσματικών και ποιοτικών υπηρεσιών υγείας (Economou et al., 2015, Οικονόμου 2013).
Σύμφωνα με τα Μνημόνια Συνεννόησης, η δημόσια δαπάνη για την υγεία δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 6% του ΑΕΠ και η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 1% του ΑΕΠ. Δεδομένης της τάσης μείωσης που παρατηρείται συνεχώς στο παραγόμενο προϊόν της χώρας, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή συρρίκνωση των δαπανών υγείας, με άμεσο κίνδυνο την απαξίωση του δημόσιου χαρακτήρα του συστήματος υγείας και την υποβάθμιση της επάρκειας και της ποιότητας των παρεχομένων από αυτό υπηρεσιών. Οι συνολικές δαπάνες υγείας μέσα σε μια εξαετία μειώθηκαν κατά 31,8%, οι δημόσιες κατά 39,4% και οι ιδιωτικές κατά 15%. Η μείωση ήταν ιδιαίτερα αισθητή στην περίπτωση των δαπανών υγείας των κοινωνικοασφαλιστικών φορέων, οι οποίες περικόπηκαν κατά 47,4%. Το αποτέλεσμα των παραπάνω εξελίξεων είναι η ιδιωτική δαπάνη να αυξήσει το μερίδιό της στο σύνολο της δαπάνης υγείας κατά 7,6 ποσοστιαίες μονάδες, αποτελώντας πλέον το 38,2% των δαπανών υγείας. Αξιοσημείωτο είναι ότι η δημόσια δαπάνη για υγεία, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι αρκετά χαμηλότερη (5,2%) ακόμα και από το 6% που ορίζουν τα μνημόνια.
Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τις Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών, αυξήθηκε η δαπάνη των νοικοκυριών για υγεία, ως ποσοστό της συνολικής μέσης μηνιαίας δαπάνης τους, από 6,4% το 2010 σε 7,4% το 2016, κατατάσσοντας την Ελλάδα πρώτη στην ΕΕ, με τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για υγεία ως ποσοστό του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών. Ειδικότερα, μεταξύ 2010-2016, η δαπάνη των νοικοκυριών για φάρμακα αυξήθηκε κατά 29% (από 1,4 σε 1,8 δις ευρώ) και για νοσοκομειακή περίθαλψη κατά 33% (από 1,2 σε 1,6 δις ευρώ). Αντίθετα, μειώθηκε κατά 47% (από 1,1 δις σε 0,6 δις ευρώ) η δαπάνη των νοικοκυριών για πρωτοβάθμια φροντίδα και κατά 65% (από 1,7 δις σε 0,6 δις ευρώ) για οδοντιατρική περίθαλψη (Ελληνική Στατιστική Αρχή 2017).
Οι τάσεις που περιγράφηκαν παραπάνω είναι αποτέλεσμα εφαρμογής μέτρων για τη μείωση των δημόσιων δαπανών υγείας και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, των ασφαλιστικών εισφορών και της συμμετοχής των πολιτών στο κόστος χρήσης των υπηρεσιών, ενώ δευτερογενείς επιδράσεις προκύπτουν και από την εφαρμοζόμενη πολιτική απασχόλησης και εργασιακών σχέσεων. Δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών για την υγεία, όπως έγινε στην περίπτωση των ασφαλισμένων του ΟΓΑ, ενώ επιβλήθηκε και εισφορά 6% για την υγεία στους συνταξιούχους.